«Μάστιγα» χαρακτήρισε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Γιάννης Μίχαλος, την παραοικονομία και το παραεμπόριο στην Ελλάδα, σε χαιρετισμό του σε σχετική εκδήλωση του ΕΒΕΑ, τονίζοντας παράλληλα ότι ανέρχεται «στο 30% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί περίπου σε 69 δισ. ευρώ».
Ο κ. Μίχαλος εξαπέλυσε επίθεση στην πολιτική ηγεσία, καθώς, όπως είπε, «παρά τις διαρκείς παρεμβάσεις μας και τις προτάσεις που επανειλημμένα έχουμε καταθέσει, δεν έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα σοβαρά μέτρα αντιμετώπισης».
Αναλυτικά η ομιλία του:
«Θέλω κατ’ αρχήν να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας και να καλωσορίσω στην εκδήλωση αυτή, η οποία αφορά τη μάστιγα της παραοικονομίας και του παραεμπορίου.
Πρόκειται για ένα θέμα που το ΕΒΕΑ αναδεικνύει συστηματικά, ως μείζον πρόβλημα για την ελληνική οικονομία, για τις νόμιμες επιχειρήσεις, για την ασφάλεια και το συμφέρον των καταναλωτών.
Δυστυχώς, παρά τις διαρκείς παρεμβάσεις μας και τις προτάσεις που επανειλημμένα έχουμε καταθέσει, δεν έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα σοβαρά μέτρα αντιμετώπισης από την πλευρά της Πολιτείας. Αντίθετα, εφαρμόζονται πολιτικές οι οποίες αυξάνουν την παραοικονομία και δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα σημειώνει εδώ και χρόνια το υψηλότερο ποσοστό παραοικονομίας στην ευρωζώνη και ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με αναλύσεις βασισμένες σε επίσημα στοιχεία, το 2010 έφθασε στο 30% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί περίπου σε 69 δισ. ευρώ.
Είναι επίσης γνωστό ότι το βασικό κίνητρο της παραοικονομίας είναι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, σε συνδυασμό με ένα άδικο φορολογικό σύστημα το οποίο τιμωρεί μονίμως τους ειλικρινείς φορολογούμενους. Αντίστοιχα, οι δυσανάλογα υψηλές εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, σε σχέση με το επίπεδο των παροχών και των υπηρεσιών, είναι οι κύριες αιτίες που οδηγούν στην εισφοροδιαφυγή.
Τόσο το ΕΒΕΑ, όσο και οικονομολόγοι και αναλυτές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, είχαν επισημάνει εγκαίρως ότι η περαιτέρω αύξηση της φορολογίας θα οδηγούσε σε έξαρση της παραοικονομίας, με αντίθετα αποτελέσματα όσον αφορά τη μείωση του ελλείμματος και του χρέους.
Αυτό που είδαμε, ήταν δυστυχώς μια άνευ προηγουμένου φορολογική επίθεση. Με αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, με τρεις διαδοχικές αυξήσεις του ΦΠΑ, με αυξήσεις σε μια σειρά από άλλους έμμεσους φόρους, με την επιβολή νέων ειδικών τελών και φόρων κατανάλωσης.
Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε. Όπως επιβεβαιώνεται και από το προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2012, τα έσοδα του κράτους από τη φορολογία μειώνονται αντί να αυξάνεται. Η ύφεση βαθαίνει και η παραοικονομία επεκτείνεται σε βάρος της επίσημης οικονομικής δραστηριότητας, που συρρικνώνεται δραματικά.
Την ίδια ώρα, το παραεμπόριο, δηλαδή η εμπορική πλευρά της παραοικονομίας, λαμβάνει στη χώρα μας διαστάσεις επιδημίας.
Με βάση μελέτες εθνικών και διεθνών οργανισμών, εκτιμάται ότι το 30% της συνολικής αξίας του εμπορίου που πραγματοποιείται σε ένα χρόνο είναι παράνομο. Πράγμα που σημαίνει ότι το ένα στα τρία ευρώ των καταναλωτών κατευθύνονται προς την παράνομη αγορά.
Με δεδομένο ότι το παραεμπόριο δεν καταβάλλει ούτε φόρους, ούτε τέλη, ούτε ενοίκια κτλ, είναι προφανές ότι ανταγωνίζεται αθέμιτα το υγιές εμπόριο. Περιορίζει τα κρατικά έσοδα, πλήττει την απασχόληση και αποτελεί σοβαρή απειλή για την υγεία και την ασφάλεια του καταναλωτή.
Το πρόβλημα λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις σε συγκεκριμένες επιμέρους αγορές, όπως το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, όπου οι συνθήκες είναι πλέον δραματικές για τις νόμιμες επιχειρήσεις.
Όταν στα προβλήματα που δημιουργεί η ύφεση, προστίθεται η εγκληματικότητα, οι καταστροφές και τα βίαια επεισόδια και ταυτόχρονα η ανεξέλεγκτη λειτουργία του παραεμπορίου, δεν υπάρχουν περιθώρια επιβίωσης. Γι’ αυτό και η μια μετά την άλλη, οι επιχειρήσεις του κέντρου είτε βάζουν λουκέτο, είτε εγκαταλείπουν οριστικά την περιοχή.
Πρόσφατη έρευνα του ΕΒΕΑ έδειξε ότι σχεδόν 6 στους 10 επιχειρηματίες θεωρούν το παραεμπόριο ως πάρα πολύ σημαντικό πρόβλημα για την επιχειρηματικότητα.
Είναι γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος της παραεμπορικής δραστηριότητας ασκείται με εισαγόμενα λαθραία είδη. Και παρ’ όλο που το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό, έρευνες έχουν δείξει ότι η Ελλάδα συγκεντρώνει ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι αυτής της μορφής παραεμπορίου, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες.
Το 2009 ο όγκος των εισαγωγών προϊόντων στην Ελλάδα αναλογούσε μόλις στο 1,7% του συνόλου των εισαγωγών που σημείωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια χρονιά όμως, κατασχέθηκε στη χώρα μας το 20%, δηλαδή περίπου το ένα πέμπτο των παράνομων προϊόντων που εντοπίστηκαν στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπάρχουν δε συγκεκριμένες ενδείξεις ότι η Ελλάδα λειτουργεί και ως διαμετακομιστικό κέντρο. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά την περίπτωση εντοπισμού προϊόντων απομίμησης μάρκας, η οποία δεν είναι γνωστή στην Ελλάδα. Τα προϊόντα αυτά είχαν πιθανότατα ως προορισμό χώρες της Βόρειας Ευρώπης.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το πρόβλημα είναι πολυεπίπεδο και απαιτεί έναν ολοκληρωμένο συνδυασμό παρεμβάσεων για την αντιμετώπισή του.
Χρειάζεται κατ’ αρχήν αποτελεσματικότερη φύλαξη των συνόρων, εντατικοποίηση των τελωνειακών ελέγχων και συντονισμός με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αποτελούν πύλες εισόδου, όπως η Ιταλία.
Επίσης, απαιτείται να εντατικοποιηθεί η αστυνόμευση περιοχών όπου ανθεί η παράνομη εμπορική δραστηριότητα, με έμφαση στο κέντρο της Αθήνας.
Μια κίνηση που θεωρούμε απαραίτητη – και έχουμε ζητήσει επανειλημμένα – είναι η σύσταση Ειδικού Σώματος Δίωξης του Παραεμπορίου.
Στόχος του Σώματος αυτού πρέπει να είναι:
• ο εντοπισμός και η διάλυση των κεντρικών αποθηκών των παράνομων προϊόντων, που βρίσκονται συνήθως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
• και η αποδιοργάνωση των κυκλωμάτων τροφοδοσίας που συνδέουν τις κεντρικές αυτές αποθήκες με τους παράνομους λιανεμπόρους.
Για να λειτουργήσουν βεβαίως αυτές οι παρεμβάσεις, θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
Πρώτον, θα πρέπει να υπάρξει αποτελεσματικότερος συντονισμός μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων και πλήρης αποσαφήνιση της αποστολής τους.
Δεύτερον, θα πρέπει να εξασφαλιστούν όλα τα αναγκαία μέσα και εργαλεία, για την άσκηση αυτής της αποστολής.
Τρίτον, θα πρέπει να υπάρξει αυστηρή εποπτεία και δικλείδες ασφαλείας, ώστε να αποφευχθεί κάθε είδος συνδιαλλαγής, ανάμεσα σε κυκλώματα και επίορκους κρατικούς λειτουργούς.
Εμείς από την πλευρά μας, ως ΕΒΕΑ, δραστηριοποιούμαστε συστηματικά κατά του παραεμπορίου από το 2006, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και δράσεις.
• Διεξάγουμε συστηματικά μελέτες και έρευνες που αναδεικνύουν όχι μόνο το μέγεθος του προβλήματος, αλλά και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων διεξάγεται το παραεμπόριο στην Ελλάδα.
• Έχουμε αποστείλει επανειλημμένα επιστολές προς τους αρμοδίους υπουργούς.
• Έχουμε ενημερώσει τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και τον Περιφερειάρχη Αττικής, ζητώντας τη συμβολή τους στη μάχη κατά του φαινομένου.
• Έχουμε αναλάβει την πρωτοβουλία συναντήσεων με όλους τους συναρμοδίους φορείς, προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα.
• Εντός του 2011 υλοποιήσαμε εκστρατεία ενημέρωσης των καταναλωτών, με τηλεοπτικά σποτ, έντυπα και αφίσες που περιγράφουν τις αρνητικές επιπτώσεις από την έξαρση του παραεμπορίου.
• Συνεργαστήκαμε σε προσπάθειες εντοπισμού κυκλωμάτων, με τη συμμετοχή εταιρειών, ιδιωτικών ερευνητών και αρμόδιων διωκτικών αρχών.
Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε αυτή την προσπάθεια, ζητώντας βεβαίως και την ενεργό συμμετοχή όλων των επιχειρήσεων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις νόμιμων επιχειρηματιών, οι οποίοι γειτνιάζουν με παράνομες αποθήκες και όμως διστάζουν να απευθυνθούν στις αρχές. Αυτή η στάση πρέπει να αλλάξει. Το παραεμπόριο είναι ένα πρόβλημα που αγγίζει έμμεσα ή άμεσα το σύνολο των εμπορικών επιχειρήσεων. Όλοι μαζί μπορούμε όχι μόνο να διευκολύνουμε, αλλά και να κινητοποιήσουμε το έργο των ελεγκτικών αρχών.
Όσον αφορά τέλος συνολικά το θέμα της παραοικονομίας, δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα από ένα δίκαιο και ορθολογικό φορολογικό σύστημα.
Σε εποχή ύφεσης, είναι παράλογο, αναποτελεσματικό και άδικο να αυξάνονται οι φόροι σε σημείο που, ακόμα και οι ειλικρινείς φορολογούμενοι, αδυνατούν να τους πληρώσουν.
Εάν δεν το καταλάβει αυτό η σημερινή αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις στη χώρα μας, η παραοικονομία δεν θα μπορέσει να παταχθεί. Αντίθετα θα διευρύνεται, με αποτέλεσμα να περιορίζονται τα κρατικά έσοδα και να απαιτούνται διαρκώς όλο και σκληρότερα μέτρα».