Μετά την ολοκλήρωση ενός έτους με ιδιαίτερα ικανοποιητικές αποδόσεις για τις περισσότερες επενδυτικές κατηγορίες, τον πρώτο μήνα του 2022 σημειώθηκε απότομη ενίσχυση της μεταβλητότητας και αποστροφή των επενδυτών για ανάληψη κινδύνου.
Οπως επισημαίνει η Alpha Bank στην τακτική της έκδοση για τις διεθνείς αγορές, κυριότερη αιτία για την επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος αποτέλεσε η επανατιμολόγηση των εκτιμήσεων συμμετεχόντων στις διεθνείς αγορές για επιθετικότερη αύξηση των επιτοκίων της Fed. Τη νευρικότητα ενέτεινε ο προβληματισμός για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, κυρίως την κλιμάκωση της έντασης στα σύνορα Ρωσίας- Ουκρανίας.
Οι κυριότεροι μετοχικοί δείκτες στις ανεπτυγμένες αγορές δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις, καταγράφοντας σημαντικές απώλειες από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα στα οποία ανήλθαν στην αρχή τους έτους. Χαρακτηριστικά, ο μετοχικός δείκτης S&P 500 σημείωσε τον Ιανουάριο τη μεγαλύτερη μηνιαία υποχώρηση (-5,3%) από τον Μάρτιο του 2020.
Η επιμονή του πληθωρισμού σε κύριες οικονομίες σε επίπεδα υψηλά πολλών δεκαετιών ή και από καταγραφής των στοιχείων, υποχρεώνει κύριες Κεντρικές Τράπεζες, με προεξέχουσα τη Fed να προβούν ταχύτερα σε ομαλοποίηση της πολιτικής τους ξεκινώντας με την απόσυρση των έκτακτων μέτρων στήριξης που υιοθέτησαν για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας. Ακολουθώντας τη Fed η οποία έχει σηματοδοτήσει αποφασιστική στροφή στην πολιτική της και φαίνεται ότι θα ξεκινήσει τον ανοδικό κύκλο των επιτοκίων της τον Μάρτιο, η ΕΚΤ μετά την πρόσφατη σύσκεψή της φαίνεται να οδεύει προς αλλαγή στάσης, με ταχύτερη απόσυρση της ποσοτικής επέκτασης χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο αύξησης επιτοκίων της το τρέχον έτος.
Επίσης, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει ήδη προβεί σε δύο αυξήσεις του βασικού της επιτοκίου. Το ΔΝΤ αναθεώρησε τον Ιανουάριο καθοδικά την εκτίμησή του για τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στο 4,4% από 4,9% για το 2022, έναντι 5,9% που εκτιμάται για το 2021, κυρίως λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας, των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα και της ανόδου των τιμών ενέργειας και του πληθωρισμού. Ωστόσο, αναθεώρησε ανοδικά την εκτίμησή του για το 2023 στο 3,8% από το 3,6%.
Παρότι η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης επιβραδύνεται, διατηρείται ικανοποιητική και σε συνδυασμό με τα ισχυρά εταιρικά αποτελέσματα συνεχίζουν να αποτελούν ευνοϊκούς παράγοντες για επενδυτικές τοποθετήσεις. Οι αποδόσεις στη λήξη κρατικών ομολόγων έχουν παρουσιάσει σημαντική άνοδο, περιορίζοντας την ελκυστικότητα της μετοχικής κατηγορίας, ωστόσο διατηρούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές. Αναμένουμε περιόδους αυξημένης μεταβλητότητας, με την ανησυχία για τις επιπτώσεις των επίμονων και ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων και της απόσυρσης μέτρων υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής να αποτελεί την κυριότερη αιτία για διορθωτικές κινήσεις στις μετοχικές αγορές.
Σε στάδιο μετάβασης σε ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων αλλά και ικανοποιητικών παρότι χαμηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει διπλωματική διευθέτηση της διένεξης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, εξακολουθούμε να κρίνουμε ελκυστικότερη τη μετοχική κατηγορία έναντι της ομολογιακής μεσοπρόθεσμα και εν όψει ολοκλήρωσης των αγορών ομολόγων από τη Fed και την ΕΚΤ.
Εκτιμούμε ότι οι περίοδοι ρευστοποιήσεων θα είναι συχνότερες αλλά βραχύβιες και θα αποτελούν ευκαιρίες τοποθετήσεων και αύξησης θέσεων, με προτίμηση σε κλάδους και θεματικές επιλογές που ευνοούνται από τη συγκυρία όπως των χρηματοοικονομικών, της ενέργειας, της βιομηχανίας και της κυβερνοασφάλειας.
Το επενδυτικό σκηνικό ενισχύει την αναγκαιότητα των επαρκώς διαφοροποιημένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων και της επιλεκτικότητας στις τοποθετήσεις ενώ χαμηλότερες είναι οι προσδοκώμενες αποδόσεις των επενδυτικών κατηγοριών συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα έτη.