Στην περίπτωση της Λετονίας αναφέρεται δημοσίευμα των Financial Times, επιχειρώντας παράλληλα μια σύγκριση με την κατάσταση στην Ελλάδα:
Η Λετονία ακολούθησε ένα από τα σκληρότερα προγράμματα λιτότητας στον κόσμο, που συνοδεύτηκε από βαθιά ύφεση, χωρίς να υποτιμήσει το νόμισμά της και χωρίς να γνωρίσει ταραχές. Ήδη έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη και πολλοί την αναφέρουν λοιπόν ως πρότυπο για την Ελλάδα.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο, που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται: Το 10% των Λετονών εγκατέλειψε τη χώρα μετά το 2000 για το εξωτερικό. Και οι μισοί απ’ αυτούς έφυγαν κατά την τριετία που διήρκεσε η λιτότητα.
Τα προσωρινά στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν φέτος στη δημοσιότητα δείχνουν ότι ο πληθυσμός της Λετονίας είναι μόνο 1,9 εκατομμύρια άνθρωποι, και όχι 2,2 εκατομμύρια, όπως πιστευόταν μέχρι τώρα. Ύστερα από περαιτέρω επεξεργασία, το σύνολο δεν αναμένεται να υπερβεί τα 2 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με τον Νιλς Μουιζνιέκς, κοινωνικό επιστήμονα από το Πανεπιστήμιο της Λετονίας, η χώρα γλίτωσε τις διαδηλώσεις λόγω της μικρής δύναμης των συνδικάτων και της μετανάστευσης. Όπως λέει χαρακτηριστικά ένα πρώην τραπεζικό στέλεχος, ο Μάρτινς Μπόνταρς, «οι Έλληνες διαδηλώνουν στους δρόμους. Οι Λετονοί αγοράζουν ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή με την Air Baltic».
Μετά την ένταξή της στην ΕΕ, το 2004, η Λετονία αναδείχθηκε σε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η κατάρρευση της Lehman Brothers όμως, είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν τα φτηνά δάνεια στα οποία είχε βασιστεί αυτή η ευημερία.
Σε αντάλλαγμα για ένα διεθνές πακέτο βοήθειας που ισοδυναμούσε με το ένα τρίτο του ΑΕΠ, σημειώνουν οι Financial Times, η Λετονία προχώρησε σε ένα είδος «εσωτερικής» υποτίμησης ανάλογο με αυτό που επιχειρεί να εφαρμόσει η Ελλάδα. Διατήρησε το νόμισμά της συνδεδεμένο με το ευρώ, με την ελπίδα ότι θα ενταχθεί στο μέλλον στην ευρωζώνη. Παράλληλα, μείωσε μισθούς και δημόσιες δαπάνες για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Τον ερχόμενο μήνα, η Λετονία θα έχει προχωρήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή που ισοδυναμεί στο 16% του ΑΕΠ μέσα σε μια τριετία, το ίδιο που απαιτείται από την Ελλάδα.
Τα στατιστικά στοιχεία όμως δεν μπορούν να περιγράψουν αυτό που συνέβη. Καθώς η λιτότητα επιβλήθηκε στη διάρκεια της ύφεσης του 2009, η οικονομία της χώρας συρρικνώθηκε κατά το ένα τέταρτο. Η ανεργία υπερτριπλασιάστηκε από το 2007 ως το 2010, φτάνοντας το 21%. Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων περιορίστηκε κατά 30%. Οι μισθοί τους μειώθηκαν κατά 40%. Η κατανάλωση έπεσε δραστικά.
«Όταν ακούσαμε ότι οι Έλληνες διαδηλώνουν επειδή τα εισοδήματά τους μειώθηκαν λιγότερο απ’ ό,τι τα δικά μας, σκεφτήκαμε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι σημαίνει οικονομικές δυσκολίες», λέει ο Ζάνις Βεκράσις, που έχασε τη δουλειά του το 2009.
Υπάρχουν όμως σημαντικές διαφορές με την Ελλάδα.
Τα μέτρα λιτότητας της Λετονίας ακολούθησαν μια περίοδο ευημερίας, στη διάρκεια της οποίας η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 35% μέσα σε τρία χρόνια και οι μισθοί διπλασιάστηκαν. Η κρίση έφερε τη χώρα ουσιαστικά στα επίπεδα του 2005.
Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είχαν συγκεντρώσει μεγάλα δάνεια, αλλά το κρατικό χρέος πριν από την κρίση ήταν λιγότερο από το 10% της παραγωγής, πολύ μικρό σε σχέση με το 140% της Ελλάδας.
Οι Λετονοί έδειξαν υπομονή, καθώς ανησυχούσαν ότι θα γνωρίσουν μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση, ανάλογη μ’ εκείνη που γνώρισαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Πολλοί δέχονται την άποψη του πρωθυπουργού και του διοικητή της κεντρικής τράπεζας ότι η εσωτερική υποτίμηση ήταν η μόνη λύση. Η υποτίμηση θα ενίσχυε ελάχιστα τις εξαγωγές, καθώς για να κατασκευαστούν τα προϊόντα που εξάγονται πρέπει να εισαχθούν ενέργεια και πρώτες ύλες — που οι τιμές τους σε περίπτωση υποτίμησης θα αυξάνονταν.
«Το 85% των δανείων μας ήταν σε ευρώ, κι έτσι η υποτίμηση θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα για τον τραπεζικό τομέα και τις επιχειρήσεις», τονίζει ο πρωθυπουργός Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Είναι βέβαιο ότι και σε περίπτωση υποτίμησης, πολλοί Λετονοί θα μετανάστευαν. Η έξοδος που σημειώθηκε γεννά πάντως πολλά ερωτήματα και φόβους για το μέλλον. Η κυβέρνηση θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι για να χρηματοδοτούν το συνταξιοδοτικό σύστημα και να προχωρούν σε νέες επενδύσεις, καταλήγει η εφημερίδα.