Η διεθνής ενεργειακή κρίση και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν εκτοξεύσει τις διεθνείς και εγχώριες τιμές καυσίμων κίνησης και θέρμανσης. Η άνοδος των τιμών προκαλεί ίλιγγο και ανησυχία σε όλους μας και ειδικά στους πιο ευάλωτους. Είναι αλήθεια επισης πως το 60% της τελικής τιμής καταναλωτή στα καύσιμα κίνησης στην Ελλάδα οφείλονται στον ΦΠΑ και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Κάποιοι ζητούν, λοιπόν, εύλογα (και κάποιοι άλλοι πονηρά και ανεύθυνα) τη μείωσή τους ως μέτρο αντιμετώπισης της ακρίβειας.
Ας δούμε πόσο ρεαλιστικό και κατάλληλο είναι αυτό ως μέτρο ελάφρυνσης των εισοδημάτων ειδικά στη χώρα μας, με τις ιδιαιτερότητες που έχουν τα δημόσια οικονομικά μας (υψηλό χρέος και υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα που να μειώνει ετησίως το χρέος) αλλά και τη σύνθεση των φορολογικών εσόδων και της φορολογικής βάσης.
Η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση των καυσίμων στη χώρα μας συμβαίνει για δυο λόγους. Πρώτον, λόγω της περιορισμένης φορολογικής βάσης, δηλαδή των εισοδημάτων που φορολογούνται άμεσα κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει πως τα φορολογικά έσοδα που χρηματοδοτούν σχολεία, νοσοκομεία, ασφάλεια και άμυνα, προέρχονται σε μεγαλύτερο βαθμό από την έμμεση φορολογία αγαθών και υπηρεσιών παρά από την άμεση φορολογία των εισοδημάτων.
Τα έσοδα από τον ΕΦΚ και τον ΦΠΑ στα καύσιμα αποτελούν το 33% των συνολικών εσόδων ΦΠΑ και περίπου το 12% των συνολικών φορολογικών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού σε ετήσια βάση. Αποτελούν επομένως σημαντικό μέρος των εσόδων του προϋπολογισμού. Οποιαδήποτε παρέμβαση στους συντελεστές στην παρούσα συγκυρία θα πρέπει να γίνει με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Παρεμβαίνοντας μόνο στους έμμεσους φόρους δημιουργείται σημαντική τρύπα στα δημόσια έσοδα που θα πρέπει να καλυφθεί από αλλού με πρόσθετη φορολογία.
Αποτελεί στόχο της κυβέρνησης, και ήδη καταγράφεται πρόοδος προς την κατεύθυνση αυτή, η σύνθεση των δημοσίων εσόδων να μεταβληθεί και να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εντός ενός περιβάλλοντος επιταχυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό συντελείται ήδη με την επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών και τους διασταυρωτικούς ελέγχους για την αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων. Είναι ωστόσο μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και δεν επιτυγχάνεται από τη μια μέρα στην άλλη.
Με δεδομένη, λοιπόν, την σημερινή σύνθεση των δημοσίων εσόδων, μια άμεση μείωση της έμμεσης φορολογίας θα στερήσει κρίσιμα έσοδα από το κράτος για τη χρηματοδότηση βασικών δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών και θα οδηγήσει σε περαιτέρω δημόσιο δανεισμό και άρα διόγκωση του ελλείμματος και του χρέους.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η κυβέρνηση κατευθύνει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο στη μείωση συγκεκριμένων φόρων που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα και ταυτόχρονα στηρίζουν την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας και της απασχόλησης. Αυτό έχει γίνει με τη μείωση τουλάχιστον 30 φόρων τα τελευταία δυο χρόνια, δηλαδή με τη μείωση της φορολογίας σε εργασία και κεφάλαιο και όχι στις εισαγωγές (δλδ και στα καύσιμα κίνησης) αλλά και με τη στοχευμένη επιδοματική στήριξη των χαμηλότερων εισοδημάτων.
Μείωση της φορολογίας των καυσίμων ισοδυναμεί με επιδότηση των εισαγωγών, δηλαδή των οικονομιών άλλων χωρών που παράγουν καύσιμα, και μάλιστα, με τρόπο που δεν θα είναι στοχευμένος στα πιο αδύναμα στρώματα.
Η μείωση του ΦΠΑ ή του ΕΦΚ στα καύσιμα είναι ένα οριζόντιο μέτρο που έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος (ετησίως αποφέρουν περίπου 6 δις ευρώ στα ταμεία), με εξαιρετικά αβέβαιο αποτέλεσμα για το κατά πόσο θα φτάσει τελικά στον καταναλωτή για να υποστηρίξει τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά.
Επιπλέον, ως οριζόντιο μέτρο θα ωφελήσει περισσότερο τους πλουσιότερους που καταναλώνουν περισσότερη βενζίνη από τους φτωχότερους για τους οποίους η διαφορά θα είναι οριακή.
Αν κάτι μας δίδαξε η δεκαετής κρίση χρέους με τις σκληρές και άδικες πολιτικές λιτότητας είναι ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και πειθαρχημένοι με τα έσοδα, τις δαπάνες, τον δανεισμό του κράτους και το μείγμα φορολογικής πολιτικής που οδηγεί σε έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης. Τα μέτρα στήριξης πρέπει να είναι πάντοτε συμβατά με τις αντοχές της οικονομίας και στοχευμένα σε όσους τα έχουν πραγματικά ανάγκη.
Επομένως, η μείωση της φορολογίας καυσίμων ως μέτρο κρίνεται αναποτελεσματικό για την αντιμετώπιση του προβλήματος και όσοι το υποστηρίζουν θα πρέπει να εξηγήσουν:
-ποιοι φόροι προτείνουν να αυξηθούν συμπληρωματικά, και
-αν υποστηρίζουν τον πρόσθετο εξωτερικό δανεισμό της χώρας που οδηγεί σε διεύρυνση ελλείμματος και χρέους και πιθανώς σε ένα νέο κύκλο σκληρής οικονομικής εποπτείας και μνημονίων.
Σημαίνουν όλα αυτά πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για την ελάφρυνση των εισοδημάτων από το πρωτοφανές, διεθνές κύμα ακρίβειας που πλήττει και τη χώρα μας; Σε καμία περίπτωση. Ήδη κάνουμε πολλά από το φθινόπωρο και θα συνεχίσουμε να κάνουμε και άλλα όσο διαρκεί αυτή η κρίση.
– Έχουν διατεθεί περισσότερα από 2 δισ ευρώ σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και αγρότες για να καλυφθεί μέρος των αυξήσεων. Είναι αρκετά; Όχι και γι’αυτό θα ανακοινωθεί πρόσθετο πακέτο μέτρων την επόμενη εβδομάδα. Το ταμείο ενεργειακής μετάβασης θα επιδοτεί για όσο διαρκεί η ενεργειακή κρίση νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
-Έχουν ψηφιστεί και εφαρμόζονται ειδικές διατάξεις με υψηλά πρόστιμα για τον έλεγχο της αισχροκέρδειας σε όλους τους κρίκους της ενεργειακής αλυσίδας -παραγωγοί ενέργειας, εμπορία και λιανικά σημεία πώλησης- ώστε με κοστολογική ανάλυση να προκύπτει αν κάποια επιχείρηση έχει αυξήσει τα περιθώρια κέρδους της περισσότερο από την περίοδο προ της ενεργειακής κρίσης.
– Όσα πρόσθετα έσοδα -επί των προϋπολογισθέντων- έρχονται στα δημόσια ταμεία επιστρέφουν στην κοινωνία και τις επιχειρήσεις για να στηρίξουν τα εισοδήματα.
-Το μέγεθος των αυξήσεων στις διεθνείς τιμές είναι ιστορικά πρωτοφανές και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από καμία χώρα μεμονωμένα. Γι’αυτό οι λύσεις πρέπει να είναι ευρωπαϊκές με παρεμβάσεις σαν αυτή που πρότεινε η χώρα μας στις διεθνείς αγορές διαμόρφωσης των διεθνών τιμών ΦΑ ώστε η τιμή του να ισορροπήσει σε νέα πιο χαμηλά και βιώσιμα επίπεδα.
Καθήκον της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, με κοινωνικά υπεύθυνο και στοχευμένο τρόπο στους πιο ευάλωτους. Και αυτό πράττει με όλα τα μέτρα που έχει υιοθετήσει. Η υπευθυνότητα και η αποτελεσματική στόχευση είναι ο σωστός συνδυασμός για να θωρακίσουμε την οικονομική ανάπτυξη και να διασφαλίσουμε την αποτελεσματική προστασία των ευάλωτων συμπολιτών μας. Χωρίς το πρώτο άλλωστε, το δεύτερο είναι τελικά ανέφικτο.