Εθνική Τράπεζα: Οι πιθανές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία του πολέμου στην Ουκρανία

Μια πρώτη αποτίμηση των πιθανών επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία από τον πόλεμο στην Ουκρανία επιχειρεί η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυση της, με έμφαση, στις επιδράσεις στο ενεργειακό πεδίο, τις διασυνδέσεις μέσω εμπορίου και τουρισμού, τον πληθωρισμό και το διαθέσιμο εισόδημα του ιδιωτικού τομέα, καθώς και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη.

 

Η κλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία, πέραν των τραγικών συνεπειών της, αποτελεί μία νέα εστία οξείας οικονομικής αβεβαιότητας, η οποία επιτείνει τις πληθωριστικές προκλήσεις – οδηγώντας τις τιμές ενέργειας και βασικών πρώτων υλών σε νέα ιστορικά υψηλά – και αναπόφευκτα επιβαρύνει τις οικονομικές επιδόσεις του 2022, αναφέρει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής και προσθέτει:

Λόγω της υψηλής αβεβαιότητας και της ακραίας μεταβλητότητας η ΕΤΕ εξετάζει τρία διακριτά σενάρια:

 

Στο βασικό σενάριο, η ΕΤΕ βλέπει επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στο 3,0% το 2022 – υπό αρκετά δυσμενείς υποθέσεις για τις τιμές ενέργειας – από 4,4% που εκτιμούσε το Δεκέμβριο του 2021, ενώ θα επιταχυνθεί στο 4,1% το 2023 (έναντι 3,8% αρχικά).

 

Η ανωτέρω εξέλιξη, σημειώνει η ΕΤΕ, υποθέτει περιορισμένο και αναστρέψιμο αντίκτυπο στο οικονομικό κλίμα και περιορισμένη μετάθεση ορισμένων δαπανών του ιδιωτικού τομέα το 202 , η οποία τελικά θα ενδυναμώσει την ανάπτυξη το επόμενο έτος, σε συνδυασμό με τη χαμηλότερη βάση σύγκρισης σε ετήσια βάση.

 

Επιπροσθέτως, στο βασικό σενάριο, η ανοδική τάση του τουρισμού παραμένει ισχυρή, με τις εισπράξεις να αυξάνουν στο 85% του αντίστοιχου επιπέδου τους το 2019, από 60% το 2021, που αντιστοιχεί σε ετήσια αύξηση €4,5 δισ. ή 43%. Οι επιδόσεις του τουρισμού είναι κρίσιμες, καθώς μια εντονότερη αύξηση των τουριστικών εσόδων λ.χ. κατά 10% σε σχέση με το βασικό σενάριο θα ωθούσε την ανάπτυξη εγγύτερα στο 4%, ενώ μια σημαντική υπο-απόδοση λόγω αβεβαιότητας και μεγάλων τιμολογιακών αυξήσεων θα την επιβράδυνε περαιτέρω.

 

Εξετάζονται, επίσης, δύο ακόμη σενάρια, εκ των οποίων το χαρακτηριζόμενο ως ευνοϊκό – το οποίο υποθέτει ταχύτερη αποκλιμάκωση της κρίσης και εξομάλυνση των ενεργειακών πιέσεων – φαίνεται, όπως και το βασικό, να προσεγγίζουν καλύτερα την τρέχουσα δομή κινδύνων.

 

Συγκεκριμένα, στο ευνοϊκό σενάριο, ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώνεται στο 4,4% το 2022 και στο 0,6% το 2023, ενώ το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 4,0% ετησίως το 2022 – με τον τουρισμό στο 90% του 2019 κατά το 2022 – και κατά 4,5% ετησίως το 2023.

 

Η ΕΤΕ παρουσιάζει και ένα σενάριο παρατεταμένης κρίσης το 2022, καθώς και σε ένα τμήμα του 2023, όπου η ενεργοποίηση πρόσθετων μέτρων και αντιμέτρων προκαλούν σοβαρές διαταραχές στη ροή φυσικού αερίου, παρατεταμένες ανατιμήσεις στο πετρέλαιο και ακόμη εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις. Παράλληλα, το πλήγμα στο οικονομικό κλίμα και τις επιδόσεις της ευρωζώνης εξασθενεί τόσο τις εξαγωγές και όσο και τον τουρισμό.

 

Στο δυσμενές σενάριο, ο πληθωρισμός ανέρχεται σε 8,0% φέτος και στο 2,2% το 2023, λόγω υψηλότερων τιμών ενέργειας και ισχυρών δευτερογενών επιδράσεων. Το ΑΕΠ σημειώνει οριακή μόνο αύξηση 0,2% το 2022, με ταυτόχρονη υποχώρηση της κατανάλωσης και συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων.

 

Ωστόσο, το 2023 το ΑΕΠ ανακάμπτει κατά 2,8%, με το επίπεδό του, όμως, να παραμένει 3,9% χαμηλότερα από το βασικό σενάριο.

 

Σημαντικός ο ρόλος του Ταμείου Ανάκαμψης

 

Συνοψίζοντας, η Εθνική σημειώνει ότι το νέο σοκ συνεπάγεται περιορισμένες απώλειες για την οικονομική δραστηριότητα το 2022 στην Ελλάδα, οι οποίες αναμένεται να αναστραφούν σε ορίζοντα ετίας.

 

Το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο όσον αφορά την ανταπόκριση στις κλιμακούμενες οικονομικές, ενεργειακές και γεωπολιτικές προκλήσεις, με περαιτέρω ενίσχυση του ενεργειακού πυλώνα του Ταμείου, των θεμάτων που άπτονται ψηφιοποίησης, ενεργειακής διαφοροποίησης και ασφάλειας, καθώς και οικονομικής ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης εξωστρέφειας και υποκατάστασης εισαγωγών.

 

Ειδικότερα, οι νέες επενδύσεις στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – με τις ΑΠΕ να αντιστοιχούν ήδη στο 15% περίπου της εγχώριας ενεργειακής παραγωγής – γίνονται ακόμη πιο ελκυστικές, καθώς μειώνεται το συγκριτικό κόστος επιδίωξης μιας πιο φιλόδοξης ενεργειακής μετάβασης προς τις ΑΠΕ, τώρα που έχει πλέον παρέλθει η παρατεταμένη περίοδος των πολύ χαμηλών τιμών ορυκτών καυσίμων (2015-2020).

 

Επιπροσθέτως, τουλάχιστον €7 δισ. πόροι από το ΤΑΑ προορίζονται την επόμενη πενταετία για έργα με κλιματικό περιεχόμενο, με έμμεσες και άμεσες επιδράσεις στην ενεργειακή στρατηγική της χώρας.

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ