Το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2021 ήταν υψηλό, αλλά καλύτερο του αναμενομένου, όπως σημειώνει η Eurobank Research στο τελευταίο τεύχος του “7 Ημέρες Οικονομία” που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, ενώ υπογραμμίζει ταυτόχρονα ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι αναγκαία για την καλλιέργεια θετικών προσδοκιών.
Όπως αναφέρει η Eurobank Research, “σύμφωνα με την 1η κοινοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ για τα δημοσιονομικά στοιχεία του έτους 2021, το έλλειμμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 7,4% του ΑΕΠ από 10,2% το 2020 (βλέπε Σχήμα 1Α).
Η εν λόγω βελτίωση προήλθε από το σκέλος των δαπανών, καθότι συρρικνώθηκαν στο 56,9% του ΑΕΠ το 2021 από 59,9% το 2020, ενώ τα έσοδα μειώθηκαν οριακά στο 49,4% του ΑΕΠ το 2021 από 49,8% το 2020. Το πρωτογενές ισοζύγιο, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στα έσοδα και τις δαπάνες εξαιρουμένης της πληρωμής τόκων, ανήλθε σε έλλειμμα 5,0% του ΑΕΠ, μειωμένο κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2020.
Τέλος, το δημόσιο χρέος, παρά το σχετικά υψηλό έλλειμμα στο πρωτογενές ισοζύγιο, μειώθηκε κατά 13,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ήτοι από το 206,3% το 2020 στο 193,3% το 2021 (βλέπε Σχήμα 1Β), λόγω της μεγάλης διαφοράς ανάμεσα στο μέσο επιτόκιο του δημοσίου χρέους (1,3% προσεγγιστικά) και στον ρυθμό μεγέθυνσης του ονομα-στικού ΑΕΠ (10,6% = 8,3% πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης + 2,1% αποπληθωριστής, προσεγγιστικά).
Τα προαναφερθέντα δημοσιονομικά αποτελέσματα αποδείχτηκαν καλύτερα του αναμενομένου. Στην Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2022 (Νοέμβριος 2021), οι εκτιμήσεις για το έλλειμμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης, το έλλειμμα του πρωτογενούς ισοζυγίου και το δημόσιο χρέος ήταν στο 9,6%, 7,0% και 197,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα, ήτοι υψηλότερες κατά 2,0, 2,2 και 3,8 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα σε σύγκριση με τα πραγματοποιηθέντα μεγέθη.
Στην εν λόγω θετική εξέλιξη προστίθενται:
1ον η αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P Global Ratings και DBRS Morningstar κατά μια βαθμίδα (σε BB+ και BB (high) αντίστοιχα από BB) με σταθερή προοπτική, δηλαδή ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα,
2ον η δεύτερη έξοδος στις αγορές το 2022 και η άντληση €1,5 δισεκ. μέσω της επανέκδοσης του 7-ετούς ομολόγου λήξεως Απριλίου 2027, με υψηλότερη ωστόσο απόδοση σε σχέση με την αρ-χική έκδοση (2,366% vs 2,04%) και
3ον η υπέρβαση των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού στο 3μηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2022 κατά €369 εκατ. ή 2,8% σε σχέση με τον στόχο. Αυτό το αποτέλεσμα προκύπτει αφού εξαιρεθεί το ποσό των €1,718 δισεκ., δηλαδή η πρώτη δόση για το 2022 από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία ενώ στη στοχοθεσία της Εισηγητικής Έκθεσης Προϋπολογισμού 2022 είχε συμπεριληφθεί στα έσοδα του Μαρτίου 2022, τελικώς εισπράχθηκε στις 9 Απριλίου 2022.
Όπως συνέβη το 2020, έτσι και το 2021, η ελληνική οικονομία κατέγραψε το δεύτερο υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (βλέπε Σχήμα 2). Στην πρώτη θέση ήταν η Μάλτα με 8,0% και ακολούθησαν: Ελλάδα 7,4%, Λετονία 7,3%, Ιταλία 7,2%, Ρουμανία 7,1%, Ισπανία 6,9%, Ουγγαρία 6,8%, Γαλλία 6,5%, Σλοβακία 6,2%, Τσεχία 5,9%, Αυστρία 5,9%, Βέλγιο 5,5%, Σλοβε-νία 5,2%, Ευρωζώνη 5,1%, ΕΕ-27 4,7%, Βουλγαρία 4,1%, Γερμανία 3,7%, Κροατία 2,9%, Πορτογαλία 2,8%, Φινλανδία 2,6%, Ολλανδία 2,5%, Εσθονία 2,4%, Ιρλανδία 1,9%, Πολωνία 1,9%, Κύπρος 1,7%, Λιθουανία 1,0% και Σουηδία 0,2%. Το Λουξεμβούργο και η Δανία ήταν οι μόνες χώρες της ΕΕ-27 με δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2021, 0,9% και 2,3% αντίστοιχα.
Σε όρους πρωτογενούς ελλείμματος, η ελληνική οικονομία είχε το πέμπτο υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 το 2020 (7,2% του ΑΕΠ vs 5,4% στην ΕΕ-27 και 5,6% στην Ευρωζώνη) και το έβδομο υψηλότερο το 2021 (5,0% του ΑΕΠ vs 3,3% στην ΕΕ-27 και 3,6% στην Ευρωζώνη). Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης της ελληνικής κυβέρνησης, η πρόβλεψη για το 2022 είναι για πρωτογενές έλλειμμα 2,0% του ΑΕΠ και πρωτογενή πλεονάσματα 1,1%, 2,1% και 2,3% του ΑΕΠ για τα έτη 2023, 2024 και 2025 αντίστοιχα.
Παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον και των αναγκών που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση, η δημοσιονομική προσαρμογή είναι αναγκαία για την καλλιέργεια θετικών προσδοκιών για τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η προσέλκυση μακροπρόθεσμών επενδυτών συνδέεται με τη δημιουργία κλίματος δημοσιονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης.