Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να τερματίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP) την 1η Ιουλίου του 2022. Αποφάσισε παράλληλα την αύξηση των βασικών επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης στα τέλη Ιουλίου.
Το ΔΣ της ΕΚΤ αποφάσισε επίσης ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως.
Η ΕΚΤ χαρακτηρίζει τον πληθωρισμό, που κυμαίνεται σε υπερτετραπλάσια επίπεδα του στόχου του 2%, ως την «μεγαλύτερη πρόκληση» για το επόμενο διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισε να προβεί, όπως αναμενόταν, σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της, στα πρότυπα της Fed στις ΗΠΑ και τις Bank of England στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Πρόκληση» ο πληθωρισμός
Ο υψηλός πληθωρισμός είναι μια μεγάλη πρόκληση για όλους μας. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα, επισημαίνει στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ.
Με βάση την επικαιροποιημένη αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να λάβει περαιτέρω μέτρα για την ομαλοποίηση της νομισματικής του πολιτικής. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει την προαιρετικότητα, την εξάρτηση από τα δεδομένα, τη σταδιακή και ευελιξία κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Αγορές ομολόγων: Λήξη του APP τον Ιούλιο
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να τερματίσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων του (APP) από την 1η Ιουλίου 2022. Όπως αναφέρει, σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τις κύριες πληρωμές από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του APP για εκτεταμένη χρονική περίοδο πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τη διατήρηση άφθονων συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης νομισματικής πολιτικής.
Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για την πανδημία (PEPP), σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετατροπή του χαρτοφυλακίου PEPP θα γίνεται ώστε να αποφύγει την παρέμβαση στην κατάλληλη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Δέσμευση για την Ελλάδα
Σε περίπτωση ανανεωμένου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις PEPP μπορούν να προσαρμόζονται με ευελιξία ανά πάσα στιγμή, σε σχέση με το χρόνο, τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και τις δικαιοδοσίες. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέρα και πάνω από τη μετακύλιση λήξεων, προκειμένου να αποφευχθεί διαταραχή. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για την αντιμετώπιση αρνητικών σοκ που σχετίζονται με την πανδημία.
Οι αυξήσεις στα επιτόκια
Το ΔΣ της ΕΚΤ επισημαίνει ότι προέβη σε προσεκτική επανεξέταση των προϋποθέσεων που, σύμφωνα με τις μελλοντικές οδηγίες του, θα πρέπει να πληρούνται προτού αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
Ως εκ τούτου, κσκοπεύει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στη σύνοδο νομισματικής πολιτικής του Ιουλίου. Εν τω μεταξύ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης καταθέσεων στο 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.
Νέα αύξηση τον Σεπτέμβριο
Κοιτάζοντας περαιτέρω το μέλλον, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει να αυξήσει εκ νέου τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Η βαθμονόμηση αυτής της αύξησης του επιτοκίου θα εξαρτηθεί από τις ενημερωμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό επιμείνουν ή επιδεινωθούν, θα ενδείκνυται μεγαλύτερη αύξηση στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Πέρα από τον Σεπτέμβριο, με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα είναι κατάλληλη μια σταδιακή αλλά σταθερή πορεία περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων. Σύμφωνα με τη δέσμευση του Διοικητικού Συμβουλίου για τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, ο ρυθμός με τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο θα προσαρμόσει τη νομισματική του πολιτική θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα δεδομένα και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τον πληθωρισμό για την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.