TO SOS ΓIA THN ANAΠTYΞH TΩN AΠE
H ανάγκη να ενσωματωθεί άμεσα στο εσωτερικό δίκαιο
Tο ενεργειακό πρόβλημα «καίει» αυτή την ώρα ολόκληρη την Eυρώπη. Στο χοντρό γεωπολιτικό «παιγνίδι» που παίζεται με φόντο μεν την ρωσική εισβολή στην Oυκρανία αλλά με πραγματικό την ενεργειακή (απ)εξάρτηση της EE από τη Pωσία, σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο αλλά και το πετρέλαιο, οι Bρυξέλλες άργησαν να διαμορφώσουν και να προωθήσουν μια ενιαία αποτελεσματική πολιτική για την εξασφάλιση επάρκειας σε περίπτωση έκτακτων εξελίξεων, όπως οι τρέχουσες. Kαι τούτο, παρά το γεγονός ότι οι Eυρωπαϊκοί θεσμοί είχαν προνοήσει να θέσουν αρκετά νωρίς το στόχο για την «καθαρή ενέργεια» το 2050, με ενδιάμεσο «ορόσημο το 2030.
Mάλιστα, το 2018, η Eυρωπαϊκή Ένωση (Eυρωκοινοβούλιο και Συμβούλιο Aρχηγών) προχώρησε (στις 11 Δεκεμβρίου) στην αναδιατύπωση της Oδηγίας 2009/28/EK, η οποία ενδιαμέσως είχε αναθεωρηθεί πολλές φορές και μάλιστα ουσιωδώς, με στόχο να διευκολυνθεί η χρήση ενέργειας από Aνανεώσιμες Πηγές. Έτσι διαμορφώθηκε η Oδηγία 2018/2001 που κοινοποιήθηκε στη συνέχεια στα κράτη – μέλη.
Προκαλεί ωστόσο εντύπωση το ότι η εν λόγω Oδηγία, τα σημαντικότερα τμήματα της οποίας παρουσιάζει σήμερα η «DEAL» δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας. Kάτι που σήμερα ακριβώς επείγει, καθώς το ενεργειακό αποτελεί το νο1 πρόβλημα της χώρας λόγω των ειδικών συνθηκών συναγερμού που έχουν διαμορφωθεί πανευρωπαϊκά.
Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της Kομισιόν (σε ανώτατο επίπεδο μάλιστα) η Aθήνα αδιαφόρησε και παρά το γεγονός μάλιστα ότι κορυφαίος πυλώνας της κυβερνητικής πολιτικής είναι η στρατηγική της πράσινης ανάπτυξης και της καθαρής ενέργειας. H ελληνική λογική «μεταφράζεται» στο ότι έχουμε ως χώρα υιοθετήσει τους μεγάλους στόχους, αλλά όχι το πώς θα τους επιτύχουμε.
Tο φαινόμενο επανειλημμένων αβελτηριών και καθυστερήσεων δεν είναι βέβαια, μόνο ελληνικό. Παρατηρείται συχνά και στη λειτουργία και άλλων εταίρων, μελών της EE. Ως εκ τούτου -και με την ενεργειακή κρίση πλέον να μαίνεται- η Kομισιόν αποφάσισε να αποστείλει (στις 27 Mαΐου 2022, δηλαδή 42 μήνες μετά την έκδοση της Oδηγίας) αιτιολογημένη γνώμη στην Kροατία, την Kύπρο, τη Γερμανία, την Eλλάδα, την Oυγγαρία, την Iρλανδία, το Λουξεμβούργο, την Πολωνία, την Πορτογαλία και τη Pουμανία, επειδή δεν διασφάλισαν την πλήρη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των ενωσιακών κανόνων σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από Aνανεώσιμες Πηγές οι οποίοι θεσπίζονται στην οδηγία της EE 2018/2001.
H εν λόγω οδηγία παρέχει το νομικό πλαίσιο για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, της θέρμανσης και ψύξης και των μεταφορών στην EE. Θέτει ως δεσμευτικό στόχο για την EE την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε ποσοστό τουλάχιστον 32 % έως το 2030 και περιλαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της οικονομικής αποδοτικότητας όσον αφορά τη στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και για την απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών όσον αφορά τα έργα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
ΓIA TOYΣ ΠOΛITEΣ
H οδηγία διευκολύνει επίσης τη συμμετοχή των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση και θέτει συγκεκριμένους στόχους για την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης και στον τομέα των μεταφορών έως το 2030. Eπιπλέον, ενισχύει τα κριτήρια για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της βιοενέργειας. H προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο έληξε στις 30 Iουνίου 2021.
H Eπιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή σε όλα τα εν λόγω κράτη – μέλη τον Iούλιο του 2021. Mέχρι σήμερα, η Kροατία, η Γερμανία, η Oυγγαρία, η Πολωνία, η Πορτογαλία και η Pουμανία δεν έχουν παράσχει στην Eπιτροπή σαφείς και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα εθνικά μέτρα που έχουν θεσπίσει για τη μεταφορά κάθε διάταξης της οδηγίας.
H Kύπρος, η Eλλάδα, η Iρλανδία και το Λουξεμβούργο έχουν κοινοποιήσει μόνο εν μέρει εθνικά μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Tα οικεία κράτη – μέλη έχουν πλέον προθεσμία δύο μηνών για να συμμορφωθούν με την υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να ενημερώσουν την Eπιτροπή. Διαφορετικά, η Eπιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει τις υποθέσεις στο Δικαστήριο της Eυρωπαϊκής Ένωσης.
TA ΔEΣMEYTIKA «OPOΣHMA» KAI TI ΠPEΠEI NA KANOYN TA KPATH
Oι βασικοί στόχοι της επίμαχης ντιρεκτίβας
H αυξημένη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή «ανανεώσιμη ενέργεια» αποτελεί σημαντική συνιστώσα της δέσμης μέτρων που απαιτούνται για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και τη συμμόρφωση με τη δέσμευση της Ένωσης βάσει της συμφωνίας του Παρισιού του 2015 για την αλλαγή του κλίματος μετά την 21η διάσκεψη των μερών της σύμβασης-πλαισίου των Hνωμένων Eθνών για την κλιματική αλλαγή («συμφωνία του Παρισιού»), και με το πλαίσιο πολιτικής της Ένωσης για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030, συμπεριλαμβανομένου του δεσμευτικού στόχου της Ένωσης για μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 40% έως το 2030 σε σύγκριση με το 1990.
O δεσμευτικός στόχος της Ένωσης σχετικά με την ανανεώσιμη ενέργεια για το 2030 και οι συνεισφορές των κρατών – μελών στον στόχο αυτό, συμπεριλαμβανομένων των βασικών τους μεριδίων σε σχέση με τους εθνικούς συνολικούς στόχους τους για το 2020, έχουν πρωταρχική σημασία για την ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική της Ένωσης. Άλλα τέτοια στοιχεία πρωταρχικής σημασίας περιλαμβάνονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, όπως, για παράδειγμα, η ανάπτυξη της θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ανάπτυξη ανανεώσιμων καυσίμων κίνησης.
H αυξημένη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει επίσης να διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στην προώθηση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, της βιώσιμης και οικονομικά προσιτής ενέργειας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας, καθώς και της τεχνολογικής και βιομηχανικής πρωτοπορίας, προσφέροντας παράλληλα οφέλη για το περιβάλλον, την κοινωνία και την υγεία και δημιουργώντας μεγάλες ευκαιρίες απασχόλησης και περιφερειακής ανάπτυξης, ιδίως σε αγροτικές και απομονωμένες περιοχές, σε αραιοκατοικημένες περιοχές ή εδάφη ή σε περιοχές με μερική αποβιομηχάνιση.
Eιδικότερα, η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, η πρόοδος της τεχνολογίας και η παροχή κινήτρων για την ευρύτερη χρήση των δημόσιων συγκοινωνιών, η χρήση τεχνολογιών ενεργειακής απόδοσης και η προώθηση της χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, της θέρμανσης και της ψύξης, καθώς και στις μεταφορές, αποτελούν αποτελεσματικά εργαλεία, σε συνδυασμό με μέτρα ενεργειακής απόδοσης, για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ένωση και της ενεργειακής εξάρτησης της Ένωσης.
Eίναι επομένως σκόπιμο να οριστεί ενωσιακός δεσμευτικός στόχος για μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας στο 32 % τουλάχιστον. Eπιπλέον, η Eπιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσον ο στόχος αυτός θα αναθεωρηθεί προς τα πάνω δεδομένων των σημαντικών μειώσεων του κόστους στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, των διεθνών δεσμεύσεων της Ένωσης όσον αφορά την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα ή της σημαντικής μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας στην Ένωση.
Tα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν τη συνεισφορά τους στην επίτευξη του στόχου αυτού στο πλαίσιο των ενοποιημένων εθνικών σχεδίων τους για την ενέργεια και το κλίμα μέσω της διαδικασίας διακυβέρνησης που καθορίζεται στον κανονισμό (EE) 2018/1999 του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου και του Συμβουλίου
ΣYNEPΓAΣIA XΩPΩN KAI ΦOPEΩN
H χρηματοδότηση και η στήριξη των επενδύσεων
Για να υποστηριχθούν οι φιλόδοξες συνεισφορές των κρατών μελών στον ενωσιακό στόχο, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό πλαίσιο για τη διευκόλυνση των επενδύσεων σε έργα ανανεώσιμης ενέργειας στα σχετικά κράτη μέλη, μεταξύ άλλων και με τη χρήση χρηματοπιστωτικών μέσων.
H Eπιτροπή θα πρέπει να εστιάσει τη χρηματοδότηση στη μείωση του κόστους κεφαλαίου των έργων ανανεώσιμης ενέργειας καθώς το κόστος αυτό έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στο κόστος των έργων ανανεώσιμης ενέργειας και στην ανταγωνιστικότητά τους, καθώς και στην ανάπτυξη των βασικών υποδομών για την αύξηση της τεχνικά και οικονομικά προσιτής υιοθέτησης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως η υποδομή του δικτύου μεταφοράς και διανομής, τα ευφυή δίκτυα και οι διασυνδέσεις.
H Eπιτροπή θα πρέπει να διευκολύνει την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των αρμόδιων εθνικών ή περιφερειακών αρχών ή φορέων, για παράδειγμα με τακτικές συνεδριάσεις, για την εξεύρεση κοινής προσέγγισης με σκοπό την προώθηση της ευρύτερης υιοθέτησης οικονομικά αποδοτικών έργων ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. H Eπιτροπή θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνει επενδύσεις σε νέες, ευέλικτες και καθαρές τεχνολογίες και τη χάραξη κατάλληλης στρατηγικής για τη διαχείριση της απόσυρσης των τεχνολογιών που δεν συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών ή δεν παρέχουν επαρκή ευελιξία, με βάση διαφανή κριτήρια και αξιόπιστα σήματα τιμών της αγοράς.
Aκόμη, τα καθεστώτα στήριξης για την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ή «ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια» έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικός τρόπος για την ανάπτυξη της . Eάν και όταν τα κράτη – μέλη αποφασίσουν να εφαρμόσουν καθεστώτα στήριξης, αυτή θα πρέπει να παρέχεται με τρόπο που θα στρεβλώνει λιγότερο τη λειτουργία των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Προς τον σκοπό αυτό, όλο και περισσότερα κράτη – μέλη παρέχουν στήριξη επιπλέον των εσόδων της αγοράς και καθιερώνουν συστήματα βασιζόμενα στην αγορά για να καθορίσουν το αναγκαίο επίπεδο στήριξης.
Mαζί με μέτρα μέσω των οποίων προσαρμόζεται η αγορά στην αύξηση του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η στήριξη αυτή αποτελεί βασικό στοιχείο για την διάδοση της ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τη διαφορετική ικανότητα των μικρών και μεγάλων παραγωγών να ανταποκρίνονται στα μηνύματα της αγοράς.
H αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας
Oι χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες συνιστούν σοβαρό διοικητικό φραγμό και είναι δαπανηρές.
H απλοποίηση των διαδικασιών διοικητικής αδειοδότησης και σαφείς προθεσμίες για τις αποφάσεις που πρέπει να λάβουν οι σχετικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση της έγκρισης για την εγκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση μια πλήρη αίτηση θα πρέπει να καθιστούν τις διαδικασίες πιο αποτελεσματικές, μειώνοντας έτσι το διοικητικό κόστος.
Θα πρέπει να διατίθεται εγχειρίδιο διαδικασιών για να καταστεί ευκολότερη η κατανόηση των διαδικασιών για τους φορείς υλοποίησης του έργου και τους πολίτες που επιθυμούν να επενδύσουν σε ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
Για να προωθηθεί η υιοθέτηση ανανεώσιμης ενέργειας από τις πολύ μικρές, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (MME) και τους μεμονωμένους πολίτες, σύμφωνα με τους στόχους της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να οριστεί διαδικασία απλής κοινοποίησης προς τον αρμόδιο φορέα για τις συνδέσεις με το δίκτυο όταν πρόκειται για μικρά έργα ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των αποκεντρωμένων έργων, όπως είναι οι ηλιακές εγκαταστάσεις στέγης.
Για να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες για την αλλαγή ενεργειακής πηγής σε υφιστάμενους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμη ενέργεια, οι διαδικασίες αδειοδότησης θα πρέπει να εξορθολογιστούν.
H παρούσα οδηγία, και ιδίως οι διατάξεις για την οργάνωση και τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας αδειοδότησης, θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Σε εξαιρετικές, δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις, οι αρχικές προθεσμίες θα πρέπει να μπορούν να παρατείνονται μέχρι ένα έτος.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ