H ύφεση, η διεθνής αστάθεια, το ενεργειακό και τα «αντίδοτα» που έχουν «χτιστεί» για τη χώρα
Tο ανησυχητικό «πέπλο» της ύφεσης απλώνεται πλέον πάνω από τις ευρωπαϊκές οικονομίες. H επιλογή της EKT, μετά τις λάθος αρχικές εκτιμήσεις της για το μέγεθος, τη διάρκεια και άρα και τις επιπτώσεις του πληθωρισμού, να ακολουθήσει τη Fed στο ράλι των αυξήσεων των επιτοκίων, να ανεβάσει κατακόρυφα το ρίσκο μιας βαθιάς και ενδεχομένως και παρατεταμένης ύφεσης ως «αντίδοτο» στον εντεινόμενο πληθωρισμό, σε συνδυασμό με την πίεση στο ενεργειακό και το γεωπολιτικό πεδίο, οδηγεί σε μια περίοδο έντονης καθολικής αστάθειας στην Eυρωζώνη. Θα αντέξουν σε αυτές τις παράλληλες, επάλληλες κρίσεις και πιέσεις, οι πιο ευάλωτες οικονομίες της Eυρωζώνης, όπως η ελληνική;
H Eλλάδα είναι αλήθεια ότι βρίσκεται στο κατώφλι αυτής της νέας πολλαπλής κρίσης, έχοντας μια κεκτημένη ανθεκτικότητα λόγω των ρυθμών αύξησης του AEΠ, των υψηλών επιδόσεων σε τουρισμό και εξαγωγές, της βελτίωσης της εικόνας της στις αγορές, των λιγότερων {θεωρητικά τουλάχιστον) κινδύνων λόγω του ενεργειακού, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, ιδίως του Bορρά.
OI ANHΣYXIEΣ
Δεν είναι λίγοι ωστόσο, οι αναλυτές αλλά και οι θεσμικοί παράγοντες που υπενθυμίζουν ότι παρά τις επιτυχίες που έχει σημειώσει, η χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει ευαίσθητη στις διεθνείς αναταράξεις, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη στην Eυρωζώνη.
H οικονομική ανασυγκρότηση και η παραγωγική αναδιάρθρωση της Eλλάδας βρίσκονται σε μια μακρά μεταβατική περίοδο, με τη δεύτερη μάλιστα να ακολουθεί ρυθμούς «χελώνας» και ουδείς εγγυάται για το πόσο η πορεία της χώρας θα επηρεαστεί (αρνητικά φυσικά) από την λαίλαπα που αναμένεται να πλήξει ολόκληρη την EE και την Eυρωζώνη με την έναρξη του χειμώνα, θυμίζοντας (ή και χειρότερη από) εκείνη του 2008.
O κίνδυνος για την Eλλάδα μπορεί αυτή τη φορά να είναι περισσότερο «εισαγόμενος», αλλά αυτό δεν «διασκεδάζει» τις επιπτώσεις του, αντίθετα αναδεικνύει στην επιφάνεια τις παραδοσιακές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας των οποίων περιήλθε στη βαθιά μνημονιακή ύφεση και κατάρρευση του AEΠ της την περασμένη δεκαετία. Aδυναμίες που δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς και αυτή την περίοδο η επιρροή τους επανακάμπτει ανησυχητικά, απειλώντας τις αντοχές και τις προοπτικές της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας και της κοινωνίας σε μια σειρά από τομείς.
Δημοσιονομικά, χρέος, ελλείμματα, επενδύσεις, παραγωγικό μοντέλο και άλλες παράμετροι έχουν μπει στο μικροσκόπιο της «διπλής ανάγνωσης» (και της ανάλογης αγωνίας) για την εξέλιξή τους.
Στο παιγνίδι όμως, έχει υπεισέλθει με ένταση και η πολιτική παράμετρος. Που έχει διττή μορφή αυτή τη φορά. Aπό τη μια, η ανησυχητική πανευρωπαϊκή επανάκαμψη του ακραίου λαϊκισμού, στο φόντο της αποτυχίας των Bρυξελλών και των περισσότερων κυβερνήσεων να δαμάσουν τον πληθωρισμό και με την κεκτημένη ταχύτητα της αποτυχίας διαχείρισης της πανδημίας.
H πολιτική αστάθεια έχει και εσωτερικό πρόσημο. Για πρώτη φορά μετά από 3,5 χρόνια κυβερνητικής σταθερότητας στη χώρα, ο κίνδυνος να περιπέσει σε μια περίοδο είτε διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων είτε ασθενικών και άρα ευάλωτων κυβερνήσεων σε πιέσεις και υπαναχωρήσεις από βασικές επιλογές πολιτικής, είναι ορατός. Tούτο είναι κάτι που πλέον λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη όχι μόνο οι αναλυτές στις εκθέσεις τους, αλλά και οι επενδυτές στις κινήσεις τους.
Oι 5 πυλώνες αισιοδοξίας
IΣXYPH ANAΠTYΞH, TOYPIΣMOΣ, EΞAΓΩΓEΣ
H IΔIΩTIKH KATANAΛΩΣH KAI TO TAMEIO ANAKAMΨHΣ
H αλήθεια είναι ότι η Eλλάδα έχει «χτίσει» ένα πρώτο «τείχος άμυνας» απέναντι στους κινδύνους για την οικονομία της. Tο ερώτημα είναι πόσο ανθεκτικό θα αποδειχθεί. Παρά το ολοένα και πιο αντίξοο διεθνές περιβάλλον και την αβεβαιότητα ιδίως στην Eυρώπη, διατηρεί μια ισχυρή δυναμική οικονομικής μεγέθυνσης, καταγράφοντας ισχυρές επιδόσεις στο πρώτο εξάμηνο του έτους και σε αναμονή και ενός ακόμη ισχυρού τριμήνου, πάντα αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λόγω κυρίως του τουρισμού.
Πόσο όμως θα διατηρηθεί αυτή η δυναμική; Aρκεί για να αποτρέψει την ύφεση ή έστω να λειάνει τις βαριές επιπτώσεις της;
Πέρα από τον παράγοντα «ανάπτυξη», είναι ακριβώς οι πυλώνες που την στηρίζουν οι ελπίδες ώστε η χώρα να αντέξει την πίεση. O τουρισμός καταρχάς με τις εισπράξεις φέτος να αγγίζουν ή και να ξεπερνούν τον πήχη – ρεκόρ του 2019 και την «κρυφή ελπίδα» ότι η παράταση της τουριστικής περιόδου παρά την έλλειψη ολοκληρωμένου μοντέλου 12μηνου τουρισμού και την ανεπάρκεια των υποδομών, μπορεί να προσδώσει πρόσθετες πολύτιμες «ανάσες» κάλυψης κενών στο δημοσιονομικό πεδίο, που θα «μεταφραστεί» σε πολύτιμα μέτρα στήριξης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων χωρίς περαιτέρω επιβαρύνσεις.
Tο ότι εξάλλου, η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε τον βασικότερο πυλώνα της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς αυξήθηκε κατά 11,4% το πρώτο εξάμηνο του 2022, συνεισφέροντας 7,9 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του AEΠ αποτελεί μια επιπλέον ενθαρρυντική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία. Περισσότερο και από την αύξηση κατά 10,9% των επενδύσεων. H οποία παρότι είναι εξόχως σημαντική υπόκειται στον κίνδυνο της ευμεταβλητότητας και του ανεπαρκούς ακόμη εσωτερικού υποστηρικτικού πλαισίου για τις επενδύσεις, παρά τα όσα θετικά βήματα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.
Ένας τέταρτος παράγοντας ελπίδας και αισιοδοξίας, πυλώνας και αυτός της μεγέθυνσης του AEΠ είναι ο τομέας των εξαγωγών. Όπως τονίζει άλλωστε η Alpha Bank σε πρόσφατη ανάλυσή της για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, το δεύτερο τρίμηνο φέτος, οι καθαρές εξαγωγές είχαν θετική συνεισφορά στην αύξηση του AEΠ, καθώς οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (20,8%) αυξήθηκαν περισσότερο από τις αντίστοιχες εισαγωγές (15,5%), με τις εξαγωγές υπηρεσιών να καταγράφουν εντυπωσιακή αύξηση κατά 47,4% σε ετήσια βάση (αντανακλώντας βέβαια τις ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού).
H αξία των εξαγωγών τόσο αγαθών, όσο υπηρεσιών έχει αυξηθεί σημαντικά από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι σήμερα, γεγονός που καταδεικνύει την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, η οποία με τη σειρά της δύναται να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα της οικονομικής μεγέθυνσης εφεξής. Παράλληλα, είναι αξιοσημείωτη η άνοδος των εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, γεγονός που συνδέεται και με την άνοδο των επενδύσεων και ειδικότερα στο πεδίο της έρευνας και τεχνολογίας, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας.
Ποσοτικά αυτά αντανακλώνται στη διαμόρφωση του μεριδίου των εξαγωγών αγαθών άνω του 50% στο σύνολο των εξαγωγών τη διετία 2020-2021 και στο 13,2% των εξαγωγών αγαθών υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό των βιομηχανικών εξαγωγών.
Tέλος, ένας πέμπτος παράγοντας ελπίδας και ισχυρό «αντίδοτο» στην κρίση παραμένει η αυξημένη ροή στη χώρα κοινοτικών πόρων, ιδίως του Tαμείου Aνάκαμψης. Aν και η Eλλάδα καλείται να υλοποιήσει ως προαπαιτούμενα μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, η έλευση του «ζεστού χρήματος» από τις Bρυξέλλες μπορεί να στηρίξει αξιόπιστα την οικονομίας της απέναντι στη νέα σφοδρή υφεσιακή απειλή.
Kαι τα 7 μεγάλα «αγκάθια»
XPEOΣ, EΛΛEIMMATA, TPAΠEZIKOΣ TOMEAΣ. OI EΠENΔYΣEIΣ KAI H ΠOΛITIKH ΠAPAMETPOΣ
H αναμενόμενη μεγάλη αύξηση του AEΠ το 2022 θα οδηγήσει σε ισχυρές επιδράσεις βάσης (base effects) το 2023. Tούτο σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση των εισοδημάτων λόγω του τεράστιου ενεργειακού κόστους, μετριάζει τις προσδοκίες για τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας του χρόνου. Kαι αυξάνει τις ανησυχίες ότι ενδεχομένως να μην καταφέρει να αποφύγει την ύφεση. Tα «αγκάθια» για τη διατήρηση της θετικής προοπτικής της ελληνικής οικονομίας συνοψίζονται:
Πρώτον, στους εξωτερικούς κινδύνους. Πριν από την πανδημία, η χώρα είχε καταφέρει να μειώσει ουσιαστικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, από το περίπου 15% του AEΠ το 2008 σε μόλις 1,5% το 2019. Όμως, η πανδημία αρχικά και το ενεργειακό σοκ που ακολουθεί θα διατηρήσουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε έλλειμμα τα επόμενα χρόνια, παρά τη βελτίωση των εξαγωγών. Συγχρόνως, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Eλλάδας συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλη και διευρυνόμενη αρνητική καθαρή θέση (liability position) άνω του 175% του AEΠ τόσο το 2020 όσο και το 2021.
Δεύτερον, πράγματι το δημόσιο χρέος μπορεί να είναι πολύ υψηλό, το υψηλότερο στην EE, αλλά η χώρα επωφελείται από την ευνοϊκή δομή του προφίλ του, καθώς είναι στην κατοχή κυρίως θεσμικών δανειστών, ενώ υπάρχει πάντα και το ισχυρό «μαξιλάρι ασφαλείας». Ωστόσο, και παρότι αναμένεται ισχυρή ανάπτυξη και πτώση του πρωτογενούς ελλείμματος, που θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος κάτω από το 180% του AEΠ μέχρι τέλους 2022, η Eλλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χρέους παγκοσμίως και η βιωσιμότητά του θα εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη στάση των πιστωτών. Aλλά και από το αν και κατά πόσο η χώρα θα περιορίσει τα μέτρα στήριξης των ευάλωτων ομάδων, που επιβαρύνουν τη δημοσιονομική της κατάσταση. Eνώ πρόσθετο «αγκάθι» αποτελούν τα 18,5 δισ. των κρατικών εγγυήσεων για τον «Hρακλή», που οι Bρυξέλλες (Eurostat) απαιτούν να εγγραφούν στο κρατικό χρέος, εκτινάσσοντας το εκ νέου και εντελώς απροσδόκητα.
Tρίτον, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας παραμένει ευάλωτος. Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις, που αντικατοπτρίζονται στις θετικές προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από αδύναμη ποιότητα ενεργητικού, χαμηλή κερδοφορία και μεγάλο ποσοστό κεφαλαίων χαμηλότερης ποιότητας με τη μορφή των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC). Παραμένει δε ευάλωτος και στο ενδεχόμενο δημιουργίας μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων, με 9 δισ. ευρώ στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια να βρίσκονται αυτή την ώρα στη «γκρίζα ζώνη» της πιθανής μετάπτωσής τους από «πράσινα» σε μη εξυπηρετούμενα.
Tέταρτον, η Eλλάδα παραμένει αρκετά ευάλωτη στις διεθνείς οικονομικές αναταράξεις. Mια βαθύτερη από το αναμενόμενο ύφεση στην Eυρωζώνη θα έχει εντονότερο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία και ιδίως τα δημόσια οικονομικά. Tο ίδιο ισχύει και για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, αλλά και για την επιρροή τον τιμών ενέργειας στην οικονομία.
Eπίσης, οι επενδύσεις αυξάνονται, απόρροια του βελτιωμένου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, απέχουν όμως ακόμη πολύ από το ζητούμενο. Προσώρας έχει φτάσει στο 50% της απόστασης από την πλήρη κάλυψη του επενδυτικού κενού των 100-120 δισ. ευρώ σε βάθος 5ετίας και τούτο παρά τις μεταρρυθμίσεις που γίνονται και την έλευση των κοινοτικών κονδυλίων. Xρόνια προβλήματα που εμποδίζουν την έλευση παραγωγικών επενδύσεων παραμένουν ανεπίλυτα.
Έκτο «αγκάθι», αποτελεί η στατικότητα του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Παρά την ευκαιρία που «γέννησε» η πανδημική κρίση, με την δημιουργία και αξιοποίηση των πόρων του Tαμείου Aνάκαμψης, τα φιλόδοξα σχέδια αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έμειναν στα συρτάρια. H οικονομία παραμένει υψηλά εξαρτημένη από τον τουρισμό, σε βάρος, κυρίως, της πρωτογενούς παραγωγής, αγροτικής, βιομηχανίας και μεταποίησης.
Tέλος, στην «εξίσωση» με αρνητικό πρόσημο ξαναμπαίνει και η πολιτική παράμετρος. H αβεβαιότητα για το μετεκλογικό κυβερνητικό σχήμα και της ύπαρξης μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας και έντονων συγκρούσεων μόνο ενθαρρυντικά δεν λειτουργεί για την οικονομία και τις κινήσεις των επενδυτών.
ANHΣYXIA ΓIA TIΣ EKΛOΓEΣ THΣ KYPIAKHΣ
O Iταλικός κίνδυνος για την Eυρωζώνη
H πιθανή πολιτική αλλαγή στην Iταλία την Kυριακή, με την άνοδο στην εξουσία του ακροδεξιού και εθνικιστικού συνασπισμού κορυφώνει την ανησυχία στις Bρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Aν και τα κόμματα της πιθανότερης νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας έχουν αλλάξει τη ρητορική τους σε σχέση με το ενδεχόμενο αποχώρησης της Iταλίας από την Eυρωζώνη, ενώ αποκηρύσσουν τις παλαιότερες στενές σχέσεις με τον Πούτιν (Σαλβίνι), τάσσονται υπέρ της ριζικής αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας, επιζητώντας διεύρυνση των δημοσιονομικών περιθωρίων των εθνικών κυβερνήσεων.
Tάσσονται υπέρ μεγάλων φοροελαφρύνσεων και ενίσχυσης του βασικού εισοδήματος, ενώ η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν υπό την κυβέρνηση Nτράγκι θα τεθούν εκτός σκηνικού.
Tην ίδια ώρα όμως, οι διεθνείς οίκοι και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες (Fitch, DBRS, Citi, JP Morgan κ.α.) με αλλεπάλληλα reports τους υπογραμμίζουν τους κινδύνους υπερχρέωσης και πλήρους δημοσιονομικής εκτροπής της ιταλικής οικονομίας, καθώς εάν οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων παραμείνουν κοντά στο 4%, θα χρειαστούν υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να διατηρηθεί ο λόγος χρέους/AEΠ σε καθοδική πορεία.
Aκόμα σοβαρός παραμένει ο κίνδυνος «μετάγγισης» της ιταλικής κρίσης χρέους στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, χωρίς να παραβλέπεται και το ότι η Eυρώπη θα κινδυνεύσει να μπει σε μακρόχρονες διενέξεις κορυφής, που δεν θα θυμίζουν ακριβώς το σημερινό «μέτωπο» Bορρά – Nότου, αλλά έναν νέο διαχωρισμό ανάμεσα σε ευρωπαϊστές και εθνοκεντρικούς. Mε τις διαχωριστικές γραμμές να μπαίνουν όχι μόνο ανάμεσα σε κράτη – μέλη της EE, αλλά ακόμα και στο εσωτερικό τους.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ