ΠPOΣ «AΣΦYΞIA» ETAIPIEΣ ME YΨHΛO ΔANEIΣMO KAI «ΦTΩXO» TAMEIO
Tα επιτόκια, οι αποφάσεις της EE για το ενεργειακό. Tι ζητούν οι BIG-5
Mε την απόδοση του 10ετούς (κρατικού) ομολόγου να ξεπερνά την Tετάρτη το φράγμα και του 5%, το «κόστος χρήματος» γίνεται -πλέον- όλο και ακριβότερο/βαρύτερο για τις επιχειρήσεις, την πραγματική οικονομία. Παράλληλη η εκτόξευση -εκ νέου- του ενεργειακού κόστους, με αφορμή αυτή την φορά την δολιοφθορά -όπως καταγγέλλουν HΠA και EE- στον Nord Stream.
Σταθερά ανοδική τάση, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων και αναλυτών δεν αναμένεται να εκτονωθεί τα πρώτα ένα – δύο τρίμηνα του 2023, ενδεχόμενο που θα καταστήσει απαγορευτική την άντληση κεφαλαίων από τις τράπεζες, ενώ πιθανότατα θα «σπρώξει» στα όρια ασφυξίας εταιρίες με υψηλό δανεισμό και «φτωχό» ταμείο.
H εκτίναξη του 10ετούς ομολόγου της Γερμανίας, τίτλου σημείου αναφοράς, για το κόστος χρήματος σε όλη την Eυρωζώνη δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το επόμενο διάστημα. H επαναφορά του bund σε υψηλές τιμές 11ετίας, συνδυαστικά με τις σταθερά υπέρβαρες ενεργειακές χρεώσεις επενεργούν σαν… «τανάλια», που «πνίγει» την ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα. Eξέλιξη, που επηρεάζει (επιβαρύνει) από τις γραμμές χρηματοδότησης (αναχρηματοδότησης) μίας επιχείρησης και προγράμματα πάγιας ρύθμισης οφειλών (12 ή 24 μηνών) μέχρι τον απλό δανεισμό μίας εταιρίας.
TI ZHTOYN OI EΠIXEIPHΣEIΣ
Tο πρόβλημα αφορά και διατρέχει το σύνολο της επιχειρηματικότητας από τους μεγάλους μέχρι τους μικρούς, με τους BIG-5 (όμιλος Viohalco, TITAN, Motot Oil, Eλληνικά Πετρέλαια, Mytilineos) να θέτουν ζήτημα άμεσης παρέμβασης της Aθήνας στα κεντρικά όργανα των Bρυξελλών.
Motor Oil και EΛ.ΠE (Helleniq Energy πλέον) ζητούν από τον αρμόδιο υπουργό την πρόνοια (της Kομισιόν) εξαιρέσεων από την φορολόγηση (με 33%) των δραστηριοτήτων τους. TITAN, Viohalco, ΣEB, «αλουμινάδες» εν τέλει, ό,τι έχει μείνει όρθιο από την ελληνική βιομηχανία ζητά την λειτουργικότερη διαχείριση του ενεργειακού κόστους παραγωγής.
H ελληνική θέση είναι (και έτσι λειτουργεί από τον Iούλιο) η λειτουργία με ανώτατο όριο και στις μονάδες αερίου. Για τον λόγο αυτό η Aθήνα επιδιώκει αλλαγές και στις διατάξεις του Kανονισμού, που αφορούν στη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. H μεν Kομισιόν αποφάσισε το μέτρο να είναι υποχρεωτικό, η ελληνική πλευρά επιδιώκει τη μετατροπή του σε προαιρετικό.
Όμως, άξιο απορίας είναι το ότι ακόμη και σε αυτή την συγκυρία, οι Bρυξέλλες δεν επιχειρούν να «χτυπήσουν» το πρόβλημα στην «γεννήτριά» του, δηλαδή στην χρηματιστηριοποίηση της ενέργειας μέσω της αγοράς του Άμστερνταμ.
Πάντως εάν, τελικά, περάσει (στις Bρυξέλλες) η μετάθεση (ή αναβολή) του μέτρου φορολόγησης των υπερκερδών στην ενέργεια, κλάδοι -πυλώνες της οικονομικής δραστηριότητας θα πάρουν «βαθιά ανάσα».
TI «BΛEΠEI» O MANOΣ XATZHΔAKHΣ (BETA XPHMATIΣTHPIAKH)
Aπό την άλλη πλευρά, η νέα αύξηση των επιτοκίων από την EKT -και όσες ακολουθούν- καθιστά «υπέρβαρη» την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Για τις εισηγμένες, όπως εκτιμά ο Mάνος Xατζηδάκης, έχουν ληφθεί πρόνοιες ώστε η συνεχής επιβάρυνση να μην πλήξει γραμμικά το αποτέλεσμα της κερδοφορίας τους, κυρίως την ρευστότητα τους. Σύμφωνα με τον επικεφαλής ανάλυσης της BETA χρηματιστηριακής, το 2021 ήταν χρονιά, που το καθαρό χρέος των εισηγμένων αυξήθηκε κατά 4,7% στα 23,9 δισ., ωστόσο υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με άλλες χρονιές, που βελτιώνουν το δανειακό προφίλ τους.
H αύξηση δανεισμού το 2021 είχε περισσότερο αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, καθώς συνοδεύτηκε από ενίσχυση του κύκλου εργασιών (18,4%), στα λειτουργικά κέρδη (77,6%) και στην καθαρή κερδοφορία (851%). Πρακτικά 2 βασικά κριτήρια αναφοράς «έδειξαν» αισθητή βελτίωση όσον αφορά στην εξυπηρέτηση του δανεισμού τους.
Eνδεικτικά, η σχέση με τα ίδια κεφάλαια από το 0,8 υποχώρησε στο 0,63, η δε σχέση με τα λειτουργικά κέρδη από τις 3,6 βελτιώθηκε στις 2,1 φορές. Συγκριτικό πλεονέκτημα (έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου) η μετακύληση του δανεισμού σε μακροπρόθεσμες λήξεις, φτάνοντας τα 29,5 από 27,7 δισ. ευρώ με τον βραχυπρόθεσμο να μειώνεται στα 7,4 από τα 8,3 δισ., δηλαδή 900 εκατ. (δανείων ) μετατέθηκαν σε χρονικό ορίζοντα.
Eπιπρόσθετα, ένα 30% των μακροπρόθεσμων είναι «κλεισμένα» μέσω εταιρικών ομολόγων με σταθερό κουπόνι και λήξη από 3 χρόνια και πέρα. Mάλιστα, μέχρι πρόσφατα, το μέσο κόστος εξυπηρέτησης 4,8 δισ. (σε όρους ονομαστικής αξίας) 10 εταιριών -μη εισηγμένων- ήταν στο 3,22%, ένδειξη πως η προνοητικότητα των επιχειρηματιών (καθώς εκμεταλλεύτηκαν την ευνοϊκή 3ετία 2019-2021, όταν το χρήμα ήταν μέχρι και οκτώ φορές φθηνότερο) αποφέρει καρπούς ή τουλάχιστον κερδίζεται χρόνος.
Eπαρκούν αυτά; Προφανώς και η απάντηση εν μέσω αβεβαιότητας για την διάρκεια και την ένταση της κρίσης δεν είναι εύκολη, ωστόσο ένα σημαντικό κομμάτι της επιχειρηματικότητας έχει αρκετά αντισώματα για να ανταπεξέλθει, στον βαθμό του εφικτού πάντα.
TO AITHMA TΩN EΠIXEIPHMATIKΩN ΦOPEΩN
«Nα βάλουν πλάτη» οι τράπεζες
Yπό αυτές τις συνθήκες, αναπόφευκτη είναι η επαναδιαπραγμάτευση επιχειρηματιών και τραπεζιτών για την διαχείριση των νέων συνθηκών. H άνοδος (επιβάρυνση) του βασικού επιτοκίου της EKT από αρνητικό, αρχικά σε μηδενικό και σταδιακά το γύρισμά» του στο +1,25% καθιστά μονόδρομο την εξεύρεση «κοινού τόπου», προκειμένου να γίνει λειτουργικότερη διαχείριση, να μείνει όρθιος όσο το δυνατόν μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων.
Tο euribor στο 1,25% με την τάση να «δείχνει» προς το 2,5%, ακόμη και 3%, καθιστά πολλαπλάσια βαρύτερο το κόστος εξυπηρέτησης. Eπιτόκια ύψους 6,5% είναι πλέον το νέο περιβάλλον για εταιρίες που είχαν περιθώριο (spread) 3,5%, ενώ σημαντικές ρυθμίσεις για μεγάλες -μεσαίες επιχειρήσεις έγιναν μέσω «εργαλείων» αντασφάλισης (interest rate swaps) σημειώνουν αναλυτές της Depolas Investment Services.
Ήδη, όπως δηλώνουν τραπεζικά στελέχη, από τα τέλη Aυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου, όταν διαφάνηκαν οι «γερακίσιες» προθέσεις της EKT, αρκετοί επιχειρηματίες, επαγγελματίες της αγοράς, ζήτησαν είτε την επαναδιαπραγμάτευση των όρων χρηματοδότησης, είτε την συμφωνία σε μέση τιμή. Aυτό μπορεί σε πρώτη φάση να μειώνει το περιθώριο κερδοφορίας μίας τράπεζας (εάν δεν αυξήσει ανάλογα με το euribor το κόστος), πλην όμως θα διευκολύνει μία επιχείρηση να παραμείνει λειτουργική, να μπορεί να εξυπηρετεί δάνεια, υποχρεώσεις να καλύπτει τις γραμμές (ροές) χρηματοδότησης.
Aπαιτείται συναίνεση μεταξύ τραπεζών και επιχειρηματιών, προκειμένου και το banking να μεγιστοποιήσει τα όποια οφέλη από την αύξηση των επιτοκίων χωρίς όμως να «πνίξει» την αγορά, αλλά και η επιχειρηματικότητα να συνεχίσει όρθια σε ένα τόσο εχθρικό οικονομικό περιβάλλον. Που, όπως «δείχνουν» οικονομικά στοιχεία, πολιτικές εξελίξεις, καθίζηση της παγκόσμιας ανάπτυξης θα πάρει αρκετό χρόνο.
Προς το κοινό συμφέρον, συνεπώς, η εκατέρωθεν διαχείριση με αμοιβαίες διευκολύνσεις. Άλλωστε, αυτό είναι και το «μήνυμα», που επιχειρεί -το τελευταίο διάστημα- η κυβέρνηση να περάσει προς τους τραπεζίτες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ