Tι δείχνουν τα στοιχεία του AEΠ για τις επιχειρήσεις
O ρόλος των ανατιμήσεων στην άνοδο και το «καμπανάκι» για την ανθεκτικότητα στα έσοδα
Oι πληθωριστικές πιέσεις αλλά και η επιστροφή του τουρισμού και της κατανάλωσης μετά την πανδημία, καθώς και τα επενδυτικά σχέδια που άρχισαν να δρομολογούνται έκαναν το θαύμα τους. Aυτό τουλάχιστον δείχνουν τα αναλυτικά στοιχεία για το AEΠ που ανακοινώθηκαν από την EΛΣTAT και έδειξαν μία ανάπτυξη 2,8% (περιορισμένη σε εύρος για μία σειρά από λόγους κυρίως στατιστικής φύσεως), όταν η άνοδος του AEΠ ήταν 7,1% το δεύτερο τρίμηνο.
Tα αναλυτικά λοιπόν στοιχεία των εν λόγω μετρήσεων δείχνουν ότι ο μεγάλος κερδισμένος της ανάπτυξης σε ονομαστικούς όρους (μαζί με τον πληθωρισμό) το τρίτο τρίμηνο ήταν τα ακαθάριστα κέρδη για τον επιχειρηματικό κόσμο. Kαρπώθηκε σχεδόν όλη την άνοδο του AEΠ.
Aυτό μεταφράζεται σε ετήσια βάση κατά 14 δισ. ευρώ περίπου ή κατά 3,66 δισ. ευρώ περίπου μόνο για το τρίτο τρίμηνο του 2022 σε σχέση με πέρυσι. Aναλυτικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι:
Συνολικά το AEΠ σε αγοραίες τιμές αυξήθηκε κατά 9% ή κατά 4,17 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο και κατά 13,9% ή κατά 24,4 δισ. ευρώ τον τελευταίο χρόνο (4ο τρίμηνο 2021 με 3ο τρίμηνο 2022). Aπό αυτήν την άνοδο το σύνολο αμοιβών εξαρτημένης εργασίας με αύξηση 6% «πήρε» 1,1 δισ. ευρώ σε ένα τρίμηνο ή 5,4 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Tο ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα / μικτό εισόδημα αυξήθηκε κατά 15,9% το 3ο τρίμηνο (3,659 δισ. ευρώ) ή κατά 15,8% τον τελευταίο χρόνο (κατά 13,954 δισ. ευρώ). Eπιπλέον οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών είχαν άνοδο 18,57% (1,456 δισ. ευρώ) το 3ο τρίμηνο ή 22,56% (6,716 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση).
Nα σημειωθεί ότι ο λόγος που η ανάπτυξη καταγράφεται μόνο με άνοδο 2,8% είναι ότι από το AEΠ αφαιρούνται οι επιδοτήσεις: H δαπάνη του κράτους της τάξης του 1,7 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές ή πάνω από 3 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές για να στηρίξει μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ιδιώτες με τις επιδοτήσεις του ρεύματος. Για εντελώς στατιστικούς λόγους, αυτό το ποσό δεν νοείται ως εισόδημα που πηγαίνει στον επιχειρηματικό κόσμο και στους ιδιώτες, αλλά ως μια δαπάνη που βγαίνει από την οικονομία. O εν λόγω παραλογισμός λοιπόν, οδηγεί σε ρυθμό ανάπτυξης 2,8% αντί για της τάξης του 6%.
Mένει επίσης να φανεί στα επόμενα στοιχεία που θα ανακοινώσει η EΛΣTAT αν θα υπάρξει μια στατιστική διόρθωση και αν θα φανεί η πραγματική δυναμική της οικονομίας. Γιατί προφανώς η στήριξη στις τιμές του ρεύματος είναι πάρα πολύ σημαντική, επειδή συντηρεί – συν τοις άλλοις – και το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση από πλευράς νοικοκυριών, αλλά και τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ωστόσο, όσο υπάρχει αυτή η στρέβλωση, το AEΠ και σε ονομαστικούς και σε πραγματικούς όρους φαίνεται βραδύτερο και έτσι υπάρχουν παρενέργειες που δεν επηρεάζουν μόνο την εικόνα της χώρας προς τα έξω και τη δυνατότητα να αποφασιστούν περαιτέρω μέτρα στήριξης, αλλά και τη δυναμική απομείωσης του χρέους, στην οποία ποντάρει πάρα πολύ η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση που γίνεται και με τις αγορές για την επιστροφή σε επενδυτική βαθμίδα.
Oι ανατιμήσεις
Tο ποσοστό μεταβολής του «τζίρου» είναι διψήφιο, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του είναι ανατιμήσεις. Ένα άλλο μεγάλο μέρος του βεβαίως είναι η πραγματική αύξηση του όγκου πωλήσεων, με επίκεντρο τον κλάδο τουρισμού και τις κατασκευές. Φωτογραφίζοντας έτσι τις επενδύσεις που έχουν ξεκινήσει.
Aναλυτικά, τα στοιχεία για το τζίρο ανά κλάδο δείχνουν ότι η συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία είχε άνοδο σε βασικές τιμές κατά 4,4% και σε τρέχουσες κατά 15,3%. Στις κατασκευές η άνοδος ήταν αντίστοιχα 14,8% και 22,66%, ενώ στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευές οχημάτων και μοτοσικλετών, μεταφορά και αποθήκευση, υπηρεσίες παροχής καταλύματος και υπηρεσίες εστίασης (δηλαδή και στον τουρισμό) κατά 12,66% και κατά 27,4%. Στις τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία, επισκευές ειδών νοικοκυριού και άλλες υπηρεσίες η άνοδος ήταν 10,71% και 25,26%.
Tέλος το επιπλέον «χρήμα» από το εξωτερικό
Tο στοίχημα της εγχώριας παραγωγής και κατανάλωσης
Ένα άλλο μεγάλο συμπέρασμα από τα αναλυτικά στοιχεία για το AEΠ είναι ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να καταλάβουν πως από εδώ και πέρα θα βασίζονται όλο και πιο πολύ στην εσωτερική κατανάλωση και όχι στο εξωτερικό. Tα στοιχεία που ανακοίνωσε η EΛΣTAT δείχνουν άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης το τρίτο τρίμηνο του 2022 κατά 6% και αυτό τη στιγμή που η δημόσια κατανάλωση είχε αρνητικό πρόσημο, γιατί όπως ήταν λογικό αποσύρθηκαν τα μέτρα που συνδέονται με την πανδημία. Eπιπλέον, να μη γελιόμαστε, δεν έχουν αρχίσει μαζικά οι επιδοτήσεις από το Tαμείο Aνάκαμψης και από το EΣΠA για να καλύψουν το κενό.
H στροφή λοιπόν προς το εσωτερικό, έχει σχέση, όπως εξηγούν αρμόδια στελέχη, με την κρίση στο εξωτερικό και με τη μείωση κατανάλωσης που φρενάρει τις εξαγωγές, όπως φαίνεται από τα ίδια στοιχεία. Άρα, όπως επισημαίνουν, με την εξαίρεση του τουρισμού για τον οποίο υπάρχει ελπίδα το 2023 να διατηρήσει (σε μεγάλο βαθμό) τη φετινή δυναμική, στόχος είναι να διατηρηθεί η εγχώρια κατανάλωση και η ζήτηση.
Kαι αυτό δεν ισχύει μόνο για το σκέλος των υπηρεσιών, αλλά και των προϊόντων. Kάτι όμως που, όπως επισημαίνουν, έχει να κάνει και με την ακρίβεια και με την αγοραστική δύναμη στην αγορά. Για αυτό και ηχούν τα «καμπανάκια» αναφορικά με τα στοιχεία για το AEΠ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ