Τι ισχύει με τα τεκμήρια για σπίτια και ΙΧ
Έως και τις 28 Φεβρουαρίου έχουν περιθώριο για να το δηλώσουν όσα ζευγάρια επιθυμούν να κάνουν ξεχωριστή φορολογική δήλωση.
Ωστόσο, αυτό μπορεί να κρύβει και να παγίδες, καθώς τα ελάχιστα ποσά τεκμηρίων διαβίωσης θα είναι υψηλότερα για όσους εγγάμους ή συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης προβούν σε αυτή την επιλογή.
Παράλληλα, σε όσους υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος δεν θα υπάρχει καμία δυνατότητα μεταφοράς ποσών από τη δήλωση του ενός στη δήλωση του άλλου προκειμένου να καλυφθούν υψηλά ποσά τεκμηρίων ή να καλυφθεί τυχόν αδυναμία του ενός να καλύψει το 30% του ετησίου εισοδήματός του με ηλεκτρονικά ηλεκτρονικά εξοφληθείσες δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών.
Αποτέλεσμα θα είναι η υπερφορολόγηση του ενός εκ των δύο εγγάμων ή συναψάντων συμβίωσης, είτε λόγω αδυναμίας κάλυψης των τεκμηρίων του είτε λόγω μη κάλυψης του 30% του ετησίου ατομικού εισοδήματός του με ηλεκτρονικά εξοφληθείσες δαπάνες.
Χωριστές φορολογικές δηλώσεις συζύγων: Τι πρέπει να γνωρίζετε
Οι έγγαμοι φορολογούμενοι και οι φορολογούμενοι που έχουν συνάψει σύμφωνα συμβίωσης θα πρέπει, πάντως, να έχουν υπόψιν τους τα εξής:
1. Κοινή φορολογική δήλωση υποχρεούνται να υποβάλουν όλα τα έγγαμα ζευγάρια και τα συνάψαντα σύμφωνα συμβίωσης ζευγάρια που δεν θα έχουν γνωστοποιήσει μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2023, στην Α.Α.Δ.Ε. την πρόθεσή τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων.
2. Οι έγγαμοι και οι συνάψαντες σύμφωνα συμβίωσης μπορούν να υποβάλουν φέτος χωριστά τις φορολογικές τους δηλώσεις, ο καθένας για τα εισοδήματά του, μόνο εφόσον ο ένας εκ των δύο θα έχει γνωστοποιήσει την επιλογή του αυτή στην Α.Α.Δ.Ε. μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2023. Την επιλογή για χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος αρκεί να τη γνωστοποιήσει οποιοσδήποτε από τους δύο.
3. Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, το εισόδημα του κάθε ανηλίκου εξαρτώμενου τέκνου που προέρχεται από τον κοινό γάμο ή τη συμβίωση και δεν έχει υποχρέωση υποβολής δικής του δήλωσης προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.
4. Στις χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων ή των μερών συμφώνου συμβίωσης (μ.σ.σ). Κι αυτό διότι τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων βαρύνουν τον καθένα ατομικά. Συνεπώς, εάν π.χ. η σύζυγος έχει πολύ χαμηλά εισοδήματα και τα τεκμήρια τής προσδιορίζουν το φορολογητέο εισόδημα σε πολύ μεγάλο ύψος δεν μπορεί να καλύψει την επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος επικαλούμενη τα εισοδήματα του συζύγου. Αυτόματη κάλυψη τεκμηρίων του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης από τα εισοδήματα του άλλου γίνεται μόνο εφόσον υποβληθεί κοινή δήλωση. Ουσιαστικά, σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους ή του συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης, δεν υπάρχει δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης.
5. Σε κάθε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από εγγάμους ή συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης, το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης ανέρχεται σε 3.000 ευρώ για τον καθένα, ενώ στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης ισχύει ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης 5.000 ευρώ και για τους δύο (2.500 ευρώ για τον καθένα).
6. Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος από τους συζύγους ή τους συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης δεν υπάρχει επίσης δυνατότητα μεταφοράς υπολειπόμενου ποσού ηλεκτρονικά εξοφληθεισών δαπανών από τον ένα σύζυγο στον άλλο για την κάλυψη του 30% του ετησίου εισοδήματος. Δηλαδή εάν π.χ. ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει πραγματοποιήσει δαπάνες που καλύπτουν το 30% του εισοδήματός του, δεν μπορεί να γίνει μεταφορά περισσεύματος δαπανών από τον άλλο σύζυγο, διότι οι δηλώσεις έχουν υποβληθεί χωριστά. Η μεταφορά του περισσεύματος των δαπανών από τον έναν στον άλλο γίνεται αυτόματα κατά την εκκαθάριση της δήλωσης μόνο εφόσον αυτή υποβληθεί από κοινού.
7. Προκειμένου να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος πρέπει και οι δύο σύζυγοι ή συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης να διαθέτουν δικό τους κλειδάριθμο. Η σύζυγος που δεν έχει μέχρι τώρα κλειδάριθμο οφείλει να αποκτήσει προκειμένου κι αυτή να μπορέσει να υποβάλει τη δική της χωριστή δήλωση.
8. Σε κάθε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, η κύρια κατοικία δηλώνεται από τον κάθε σύζυγο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης στον πίνακα 5 του εντύπου Ε1 στους αντίστοιχους κωδικούς κύριας κατοικίας. Ο κάθε σύζυγος ή μ.σ.σ. συμπληρώνει το ποσοστό ιδιοκτησίας του σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας, το ποσοστό του ως μισθωτής σε περίπτωση μισθωμένης κατοικίας και το ποσοστό της δωρεάν παραχώρησης, αντίστοιχα.
9. Στις περιπτώσεις εγγάμων φορολογούμενων ή μ.σ.σ. που έχουν γνωστοποιήσει την επιλογή τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων, εφόσον ο ένας εκ των δύο δεν έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κύρια κατοικία, είτε είναι ιδιόκτητη, είτε δωρεάν παραχωρημένη, ούτε συμμετέχει ως μισθωτής στη μισθωμένη κύρια κατοικία, οφείλει, στη χωριστή δήλωση που θα υποβάλει, να συμπληρώσει τον κωδικό 801 του πίνακα 6 με τον ΑΦΜ του άλλου συζύγου καθώς και τον κωδικό 092 που αφορά στη φιλοξενία, επιλέγοντας, κατά την ηλεκτρονική υποβολή, την νέα ένδειξη «συνοίκηση με σύζυγο», η οποία έχει προστεθεί στον αναδυόμενο πίνακα επιλογών.
10. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία έγγαμοι ή συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης φορολογούμενοι έχουν επιλέξει να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις και έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με αναπηρία τουλάχιστον 67%, τα οποία δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις, η μείωση φόρου των 200 ευρώ πραγματοποιείται άπαξ, μόνο σε έναν σύζυγο, χωρίς να μεταφέρεται το δικαίωμα πίστωσης φόρου στον άλλο σύζυγο.
11. Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα πρέπει να δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους, ώστε και οι δύο εφόσον είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι να δικαιούνται αφορολόγητο προσαυξημένο με βάση τον αριθμό των τέκνων.
12. Σε κάθε περίπτωση εγγάμων ή συναψάντων σύμφωνο συμβίωσης, είτε υποβάλουν από κοινού τη δήλωση είτε χωριστά, διενεργείται και φέτος ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου και εκδίδονται δύο εκκαθαριστικά σημειώματα, ένα για κάθε σύζυγο ή μ.σ.σ.. Αυτό, στην περίπτωση της υποβολής κοινής δήλωσης, δεν επηρεάζει επ’ ουδενί τον τρόπο υπολογισμού των τεκμηρίων διαβίωσης για την κύρια κατοικία, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, ούτε τον τρόπο κάλυψης των τεκμηρίων ούτε την κατοχύρωση του αφορολογήτου. Οι κανόνες οι οποίοι προβλέπουν επιβάρυνση με τεκμήριο του καθενός ανάλογα με το τι πραγματικά κατέχει επί ακινήτων και αυτοκινήτων, κάλυψη των τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου και κάλυψη του 30% του εισοδήματος του ενός με δαπάνες του άλλου εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται κανονικά για όσους έχουν υποβάλει κοινές δηλώσεις. Η διαφορά είναι μόνο ότι, εξαιτίας της έκδοσης δύο ξεχωριστών εκκαθαριστικών, τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο (επιστροφή φόρου) του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τυχόν χρεωστικό υπόλοιπο του άλλου, ενώ στην περίπτωση που έχουν και οι δύο εκκαθαριστικά σημειώματα με πιστωτικά ποσά, τα ποσά αυτά επιστρέφονται στον κάθε δικαιούχο χωριστά.