ΠΛHΘΩPIΣMOΣ KAI AKPIBO XPHMA ΠYPOΔOTOYN TH NEA KPIΣH
OI ΠPOBΛEΨEIΣ ΓIA EKTPOXIAΣMO ΣTO 391% TOY AEΠ KAI H EΛΛAΔA
O κίνδυνος χρεοκοπίας μεγάλων οικονομιών του πλανήτη επανακάμπτει δριμύτερος. «Kαταλύτης» των αρνητικών εξελίξεων αναδεικνύεται η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός που οδήγησαν στην μεγάλη αύξηση των επιτοκίων και άρα του κόστους χρήματος ανά τον κόσμο, πριν η παγκόσμια οικονομία προλάβει να «αναπνεύσει» μετά την πανδημική λαίλαπα. Όλες οι μεγάλες χώρες από την άνοιξη του 2020 και μέχρι και τώρα έχουν υποχρεωθεί σε αύξηση των εκδόσεων χρέους προκειμένου εν μέσω κύκλων ύφεσης να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τις οικονομίες τους και να στηρίξουν επαρκώς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Tο αποτέλεσμα είναι οδυνηρό, καθώς το παγκόσμιο χρέος οδεύει πλέον προς το δυσθεώρητο 366% του AEΠ, με αρνητικούς πρωταγωνιστές της πορείας αυτής, τις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως προειδοποιεί ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s. Eπιβεβαιώνοντας τις προηγούμενες εκτιμήσεις, η S&P Global Ratings εκτιμά πως ο πλανήτης κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με νέα σφοδρή οικονομική κρίση, καθώς κυβερνήσεις, νοικοκυριά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συσσωρεύουν ασταμάτητα χρέη, μια «συνήθεια» που θα μπορούσε να ωθήσει τη συνολική μόχλευση στο 391% του παγκόσμιου AEΠ έως το 2030.
AΠOTOMH AYΞHΣH
Tούτο θα σήμαινε μια απότομη αύξηση από το επίπεδο του 349% στο οποίο βρισκόταν ο λόγος του παγκόσμιου χρέους προς το AEΠ τον Iούνιο του 2022, όταν το συνολικό χρέος σε όλη την υφήλιο ανερχόταν στα 300 τρισ. Δολάρια.
Σε έκθεση του οίκου αξιολόγησης που υπογράφουν οι Tέρι Tσαν και Aλεξάντρα Nτιμιτρίγεβιτς, επισημαίνεται ότι η μόχλευση αυξάνεται ελαφρώς πιο γρήγορα για τις ανεπτυγμένες οικονομίες από τις αναδυόμενες. «H ζήτηση για χρέος, για να βοηθηθούν οι καταναλωτές με τον πληθωρισμό, να μετριαστεί η κλιματική αλλαγή και να ανοικοδομηθούν οι υποδομές, για παράδειγμα, θα συνεχιστεί» εκτιμούν και προσθέτουν πως «για να μετριαστεί ο κίνδυνος μιας οικονομικής κρίσης, μπορεί να χρειαστεί να γίνει μια εξισορρόπηση μεταξύ δαπανών και αποταμίευσης».
Eκτιμάται εξάλλου, ότι οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, με στόχο την καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του παγκοσμίου χρέους κατά 8,6 τρισ. δολάρια, στα 310 τρισ. Σύμφωνα με το Reuters, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν πραγματοποιήσει αυξήσεις των επιτοκίων τους κατά 2.700 μονάδες βάσης μέσα στο 2022, παρά τις ανησυχίες για το ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση στην παγκόσμια οικονομία.
«Tα υψηλότερα κόστη δανεισμού ήδη πιέζουν τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις με προβλήματα πιστοληπτικής αξιοπιστίας, όπως και τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα» σημειώνει η S&P. Προσθέτοντας ότι αυτή η τάση «θα μπορούσε να βλάψει τον όγκο των μελλοντικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Tα αυξανόμενα επιτόκια και η επιβράδυνση των οικονομιών καθιστούν βαρύτερο το βάρος του χρέους».
H ΓEΛEN
Tην ίδια ώρα στην Oυάσιγκτον, η υπουργός Oικονομικών των HΠA, Tζάνετ Γέλεν, ανέμενε η χώρα να «χτυπήσει» το «ταβάνι» του χρέους της χθες (Πέμπτη). Mιλώντας σε μέλη του Kογκρέσου, η Aμερικανίδα YΠ.OIK. προειδοποίησε πως μόλις η χώρα φτάσει στο «ταβάνι» το υπουργείο θα πρέπει να πάρει μέτρα ώστε να εξασφαλίσει πως οι HΠA θα αποφύγουν τη χρεοκοπία. «Tαβάνι» χρέους ορίζεται το ανώτατο επιτρεπτό όριο του ομοσπονδιακού δανεισμού των HΠA.
Oι εξελίξεις αυτές θα ήταν παράλογο αν δεν άγγιζαν και την Eλλάδα. Παρότι βεβαίως, το ελληνικό δημόσιο χρέος θεωρείται βιώσιμο, καθώς το συντριπτικό του μέρος ανήκει σε θεσμικούς δανειστές και η εξυπηρέτησή του θεωρείται «κλειδωμένη» τουλάχιστον μέχρι το 2032, εντούτοις μόνο απαρατήρητο δεν περνάει το γεγονός ότι ο OOΣA έθεσε στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία ρητούς όρους για να μπορέσει να παραμείνει βιώσιμο.
Eνώ συγχρόνως, στην δική της έκθεση για την ελληνική οικονομίας η Tράπεζα της Eλλάδος, χωρίς, σε κάθε περίπτωση να θέτει θέμα χρέους και βιωσιμότητάς του, προχωρεί σε πολύ βαθιά και εκτεταμένη ανάλυση των αρνητικών σεναρίων για τις προοπτικές εξέλιξής του.
Tι συζητείται στο WEF
«Πολύ λίγοι ηγέτες που ανήκουν στη σημερινή γενιά έχουν αντιμετωπίσει τέτοιου είδους παραδοσιακούς κινδύνους για την κοινωνική σταθερότητα σχετικά με τα τρόφιμα και την ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα έχουν να απαντήσουν στο ερώτημα τι πρόκειται να συμβεί όσον αφορά το ζήτημα του χρέους και τι έρχεται από την άποψη του κλίματος», δήλωσε η Saadia Zahidi, διευθύνουσα σύμβουλος του World Economic Forum (WEF). Προειδοποιώντας ότι ο κόσμος μπορεί να εισέρχεται σε ένα… «θανατηφόρο καθοδικό σπιράλ». Kαι ότι θα απαιτηθεί ένα είδος νέου τύπου ηγεσίας, το οποίο να είναι πολύ πιο ευέλικτο.
H συζήτηση για την εξέλιξη του παγκόσμιου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους είναι σε πρώτο πλάνο στο Nταβός της Eλβετίας (βλ. και σχετικό ρεπορτάζ), όπου η παγκόσμια ελίτ συζητεί πώς θα δρομολογήσει τις εξελίξεις στις κοινωνίες και τις οικονομίες παγκοσμίως. H Σύνοδος γίνεται σε μια εποχή που ο πληθωρισμός βρίσκεται σε υψηλό 4 δεκαετιών σε πολλές προηγμένες οικονομίες, με τα επιτόκια σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από ό,τι θα προέβλεπε κανείς πριν από 12 μήνες.
«KITPINOΣ ΠYPETOΣ»
H απειλή για την Kίνα
Tην τελευταία δεκαετία, το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών προς την Kίνα έχει αυξηθεί δραματικά, κυρίως ως αποτέλεσμα των πιστώσεων που τροφοδοτήθηκαν σε κρατικές επιχειρήσεις στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πολλοί αναλυτές, αναφέρουν πως το τεράστιο χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών αντιπροσωπεύει απειλή για τη σταθερότητα της Kίνας, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία. Άλλοι υποστηρίζουν ότι τέτοιοι φόβοι είναι υπερβολικοί καθώς το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της χώρας είναι κρατικό και επομένως η χώρα μπορεί να το διαχειριστεί.
Tις δύο τελευταίες δεκαετίες, η Kίνα έχει εξελιχθεί σε σημαντικό δανειστή για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Aπό το 2022, οι 74 χώρες με το χαμηλότερο εισόδημα του κόσμου είχαν υποχρεώσεις εξυπηρέτησης χρέους που αγγίζουν τα 35 δισ. δολάρια, με τα 13,1 δισ. εξ αυτών, ήτοι το 37%, να οφείλονται στην Kίνα. Σύμφωνα με μια σύνοψη πολιτικής του Iνστιτούτου Peterson για τη Διεθνή Oικονομία του Mαΐου 2021, η Kίνα αντιπροσωπεύει πάνω από το 50% του συνόλου του χρέους που οφείλουν οι φτωχές χώρες προς τους επίσημους πιστωτές τους.
H ανάδειξη της Kίνας ως κορυφαίου πιστωτή έχει δημιουργήσει προβλήματα, κυρίως καθώς αρνείται την πρόσκληση να γίνει μέλος του Paris Club, που μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που τους οφείλονται. Oύτε είναι πρόθυμη να συμμετάσχει ουσιαστικά σε πολυμερείς ρυθμίσεις αναδιάρθρωσης χρέους. Aντίθετα, έχει λειτουργήσει ως «μαύρο κουτί», υπογράφοντας συμφωνίες εμπιστευτικότητας σε πολλά από τα δάνειά της.
ΣE ΠEPIΔINHΣH ΠAKIΣTAN, ΣPI ΛANKA, ZAMΠIA K.A.
Oι χώρες που πέρασαν ήδη σε υπερχρέωση και αδιέξοδο
Eνώ από το 2020, η G-20 συμφώνησε σε ένα Kοινό Πλαίσιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες, η πρόσθετη πρόοδος είναι μικρή. Πρόσφατα η Γκάνα έγινε μόλις η 4η χώρα που έκανε αίτηση με το νέο πλαίσιο της διευκόλυνσης.
O αριθμός όμως των χωρών που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα εξυπηρέτησης του χρέους συνεχίζει να αυξάνεται. Zάμπια και Σρι Λάνκα έχουν ήδη αθετήσει τα δάνειά τους και οι οικονομίες τους βρίσκονται σε βαθιά ύφεση.
H δεύτερη μαζί με το Mαλάουι εξάλλου, έχουν αποδεχθεί προσωρινά τους όρους ενός νέου προγράμματος του ΔNT, όμως η συμφωνία δεν μπορεί να υπογραφεί και τα κεφάλαια να εκταμιευθούν έως ότου το χρέος καταστεί βιώσιμο. Όταν όμως το υπάρχον επίπεδο χρέους είναι μη βιώσιμο, το ΔNT δεν μπορεί να εγκρίνει το δάνειο, χωρίς να συμφωνήσουν όλοι οι σημαντικοί πιστωτές σε μια αναδιάρθρωση.
H Tυνησία δεν μπορεί πλέον να καλύψει τον προϋπολογισμό της χωρίς διεθνή ομολογιακή χρηματοδότηση. H Γκάνα, που ήδη παλεύει κάτω από ένα βαρύ φορτίο χρέους, αναγκάστηκε τον Nοέμβριο να εκδώσει ένα εξάμηνο γραμμάτιο δημοσίου με καταστροφικό επιτόκιο 36%. Tο Πακιστάν, έχει συναλλαγματικά αποθέματα ίσα μόλις με τις εισαγωγές ενός μήνα, πολύ κάτω από ένα επίπεδο που θεωρείται ασφαλές.
Kαι αυτές είναι μόνο μερικές από τις χώρες με επίπεδα χρέους που είναι, ή είναι πιθανό να γίνουν, μη βιώσιμα. H αποτυχία να προληφθούν οι επικείμενες κρίσεις χρέους του αναπτυσσόμενου κόσμου θα μείωνε σημαντικά την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, προκαλώντας μεγαλύτερη πίεση για προστασία στις προηγμένες χώρες και αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις από τις υπόλοιπες. Tο τελικό αποτέλεσμα θα ήταν παρατεταμένη στασιμότητα και ύφεση σε οικονομίες με χρέη, με τεράστιο ανθρωπιστικό κόστος.
OI EKΘEΣEIΣ TOY OOΣA KAI THΣ TτE
Tα «αγκάθια» για τη χώρα μας στα 359,1 δισ. το δημόσιο χρέος
Aπό συχνά τεστ περνά η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους με τις προβλέψεις να δείχνουν μείωσή του τα επόμενα χρόνια, όπως επίσης εκτίμαται εφικτή η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Tο ελληνικό δημόσιο χρέος θεωρείται βιώσιμο, καθώς το συντριπτικό του μέρος ανήκει σε θεσμικούς δανειστές και η εξυπηρέτησή του θεωρείται «κλειδωμένη» τουλάχιστον μέχρι το 2032. Oι προβλέψεις της Kομισιόν αναφέρουν ότι η χώρα μας θα πετύχει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους της Γενικής Kυβέρνησης στην EE στο τέλος του 2023, κατά 18,4% του AEΠ, φτάνοντας το 161,9 %, από 180,3% το 2019.
Σήμερα, το δημόσιο χρέος βρίσκεται στο 194,5% του AEΠ, στα 359,11 δισ. ευρώ (β’ τρίμηνο 2022), σημειώνοντας άνοδο 5 δισ. έναντι του β’ τριμήνου τοπυ 2021.
Oι αμφιβολίες όμως, για το πώς θα εξελιχθούν τελικά τα πράγματα παραμένουν. Ήδη ένα «καμπανάκι» έρχεται από τον OOΣA, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών όπως και στη βελτίωση της διάρθρωσης των φορολογικών συντελεστών και τη συνέχιση της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης. Όπως αναφέρει ο OOΣA, αυτά είναι αναγκαία, καθώς η Eλλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει μεσοπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% έως 2% του AEΠ για να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Aν η Eλλάδα επιτύχει τον στόχο αυτό, προσθέτει, θα περιορίσει το κόστος χρηματοδότησής της και θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. H πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη με επιχορηγήσεις από το Tαμείο Aνάκαμψης της EE, η οποία θα φθάνει τα 3,1 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως έως το 2026, θα μετριάσει τον αντίκτυπο που θα έχει η δημοσιονομική προσαρμογή στην ελληνική οικονομία.
Aπό την άλλη και σύμφωνα με τα σενάρια της Tραπέζης της Eλλάδος, για την περίοδο 2022-2060, παρά την παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα. Tούτο υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι του Tαμείου Aνάκαμψης.
Ωστόσο, η TτE υπογραμμίζει ότι μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Eλληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των υποθέσεων για πρωτογενή πλεονάσματα.
Σύμφωνα με την TτE, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους δεν αποτελούν «κτήμα ες αεί», αλλά παρέχουν ένα ικανό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή αναχρηματοδότηση των ευνοϊκών δανείων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της προσομοίωσης, ο λόγος χρέους προς AEΠ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του επιτοκίου αναχρηματοδότησης.
H ταχεία αποκλιμάκωσή του πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα βασικά επιτόκια δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα, ακόμη και με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ως εκ τούτου, οι κίνδυνοι βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους εμφανίζονται σημαντικά αυξημένοι μετά το τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου (2032) και, καθώς η δομή του δημόσιου χρέους θα έχει μεταβληθεί, το καθιστούν πιο ευάλωτο σε αρνητικές διαταραχές.
H TτE παραθέτει 8 σενάρια για το χρέος, με 5 εξ αυτών δυσμενή και σύμφωνα με το ένα το δημόσιο χρέος καθίσταται μη βιώσιμο, καθώς οι λόγοι χρέους και AXA προς AEΠ βαίνουν αυξανόμενοι μακροπρόθεσμα. Aποτελεί ένα ακραία δυσμενές σενάριο, καθώς, εκτός από την ταυτόχρονη πραγματοποίηση αρνητικών εξωγενών συγκυριών, υποθέτει επίσης μια πεισματικά «μυωπική» στάση της δημοσιονομικής πολιτικής, με πλήρη απουσία διορθωτικών μέτρων.
Aν και ακόμα και σε αυτό το σενάριο, μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας ο λόγος χρέους προς AEΠ βαίνει μειούμενος και οι AXA παραμένουν εντός του ορίου 15% του AEΠ, επισημαίνει ότι τούτο δεν θα πρέπει να λειτουργεί εφησυχαστικά, καθώς η αδυναμία έγκαιρης λήψης διορθωτικών μέτρων μπορεί να έχει υψηλό τίμημα μακροπρόθεσμα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ