Ερμηνεύοντας τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) στο 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022 ανήλθε στα €17,5 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές, ενισχυμένο κατά 74,9% (€7,5 δισεκ.) σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Η εν λόγω διεύρυνση προήλθε από την επιδείνωση του ισοζυγίου των αγαθών η οποία υπεραντιστάθμισε τη βελτίωση του ισοζυγίου των υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ισοζυγίου των αγαθών, δηλαδή το ποσό κατά το οποίο οι εισαγωγές αγαθών (πληρωμές) υπερβαίνουν τις αντίστοιχες εξαγωγές (εισπράξεις), διαμορφώθηκε στα €36,0 δισεκ., αυξημένο σε ετήσια βάση κατά 53,8% (€12,6 δισεκ.), ενώ το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών, δηλαδή το ποσό κατά το οποίο οι εξαγωγές υπηρεσιών υπερβαίνουν τις αντίστοιχες εισαγωγές, ανήλθε στα €19,1 δισεκ., διευρυμένο σε ετήσια βάση κατά 53,2% (€6,6 δισεκ.).
Από ποιες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών πηγάζουν τα παραπάνω αποτελέσματα; To άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές αγαθών προήλθε κατά 58,0% από την κατηγορία των καυσίμων και κατά 40,1% από την κατηγορία των αγαθών πλην καυσίμων και πλοίων.[1] Η άνοδος της εγχώριας ζήτησης (συνολική κατανάλωση + συνολική επένδυση) παράλληλα με την αύξηση των τιμών των καυσίμων, των πρώτων υλών, των υλικών (π.χ. οικοδομικών), των τροφίμων και άλλων αγαθών που εισάγει η ελληνική οικονομία από την αλλοδαπή, ερμηνεύουν σε έναν βαθμό το παραπάνω αποτέλεσμα.
Σε ό,τι αφορά την αύξηση του πλεονάσματος των υπηρεσιών, κυρίαρχος ήταν ο ρόλος του τουρισμού, καθότι το 2022 ήταν χρονιά ισχυρής μεταπανδημικής δαπάνης στον τομέα των υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, το πλεόνασμα του ταξιδιωτικού ισοζυγίου ανήλθε στα €15,6 δισεκ. στο 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022, ενισχυμένο σε ετήσια βάση κατά €6,3 δισεκ. (67,7%). Όπως παρουσιάζεται στα Σχήματα 2Α και 2Β, οι τουριστικές εισπράξεις προσέγγισαν τα προ πανδημίας επίπεδα (97,2%), με τη μέση δαπάνη ανά ταξίδι να διαμορφώνεται στα €623,1 από €567,4 το 2019. Ωστόσο σε πραγματικούς όρους, ήτοι σε σταθερές τιμές, η ανάκτηση των εσόδων του 2019 ήταν μικρότερη. Αυτό αποτυπώνεται στο σκέλος των αφίξεων (πραγματικό μέγεθος), με τον αριθμό των ταξιδιωτών στο 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022 να είναι μικρότερος κατά 11,1% (3,4 εκατ. ταξιδιώτες) από τον αντίστοιχο του 2019.
Χρησιμοποιώντας ως προσέγγιση του ετήσιου ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης το 2022 τον αντίστοιχο ρυθμό των τριών πρώτων τριμήνων του 2022 (16,1% σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ), το έλλειμμα του ΙΤΣ στο 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022 ανήλθε στο 8,3% του ετήσιου ονομαστικού ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψιν την εποχικότητα των σειρών του ΙΤΣ, με την παρατήρηση του Δεκεμβρίου να παρουσιάζει πάντοτε έλλειμμα, το τελικό αποτέλεσμα για το σύνολο του 2022 ίσως προσεγγίσει το 9,0% του ΑΕΠ.
Το 2022 ήταν το τρίτο έτος στη σειρά που η ελληνική οικονομία παρουσίασε υψηλό έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), τα υψηλά εξωτερικά ελλείμματα αναμένεται να διατηρηθούν το 2023 και το 2024.[2] Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η εγχώρια δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες (συνολική κατανάλωση + συνολική επένδυση) υπερβαίνει την εγχώρια παραγωγή με τη διαφορά να καλύπτεται από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Ισοδύναμα, η συνολική επένδυση σε πάγια και αποθέματα είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αποταμίευση με τη διαφορά να καλύπτεται από εξωτερικό δανεισμό.
Υπό το πρίσμα της διαφοράς ανάμεσα στην επένδυση και την αποταμίευση, η διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια αντανακλάται κυρίως στο σκέλος των επενδύσεων και συγκεκριμένα στη συνιστώσα της μεταβολής των αποθεμάτων (βλέπε Σχήμα 3Β). Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ για το 3ο τρίμηνο 2022, το σύνολο των επενδύσεων στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022 ενισχύθηκε περαιτέρω στο 20,1% του ονομαστικού ΑΕΠ (24,5% στην Ευρωζώνη) από 17,5% το αντίστοιχο διάστημα του 2021, 15,1% το 2020 και 12,1% το 2019. Εντούτοις, η εν λόγω επίδοση εδράζεται στην πολύ μεγάλη αύξηση της μεταβολής των αποθεμάτων ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ από 2,1% στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 στο 7,4% το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022. Την ίδια περίοδο οι επενδύσεις παγίων από 10,0% του ονομαστικού ΑΕΠ στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 ενισχύθηκαν στο 12,6% το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022, παραμένοντας ωστόσο σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με την Ευρωζώνη (22,5%). Η αύξηση της συμμετοχής της μεταβολής των αποθεμάτων στο ΑΕΠ, πρωτόγνωρα υψηλή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, είναι πιθανόν να συνδέεται: 1ον με την αύξηση των τιμών των καυσίμων, πρώτων υλών, υλικών και ενδιάμεσων αγαθών που συσσωρεύουν οι μη χρηματοοικονομικές ιδιωτικές εταιρείες (βλέπε Πίνακα 1) και 2ον με εν εξελίξει επενδυτικά έργα παγίων (π.χ. κατασκευές). Σύμφωνα με τη μεθοδολογία των εθνικών λογαριασμών τα μη ολοκληρωμένα επενδυτικά έργα καταγράφονται στη συνιστώσα της μεταβολής των αποθεμάτων. Αφού ολοκληρωθούν αφαιρούνται από αυτή τη συνιστώσα και προστίθενται στις επενδύσεις παγίων.
Τέλος, η αποταμίευση ενισχύθηκε στο 12,7% του ονομαστικού ΑΕΠ στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022 από 11,2% και 11,1% τις αντίστοιχες περιόδους του 2021 και του 2019. Η βελτίωση σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα προέρχεται αποκλειστικά από τον θεσμικό τομέα των μη χρηματοοικονομικών ιδιωτικών εταιρειών. Η αποταμίευση στην ελληνική οικονομία παραμένει κατά πολύ χαμηλότερη σε σχέση με την Ευρωζώνη (24,1% βάσει ετήσιων στοιχείων 2021) και αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της κατά πολύ υψηλότερης ιδιωτικής κατανάλωσης ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη.