Tι φέρνει η νέα αύξηση επιτοκίων

AKPIBOTEPO TO XPHMA ΓIA OIKONOMIA, TPAΠEZEΣ, EΠIXEIPHΣEIΣ

 

H απόφαση της EKT, η στάση της Λαγκάρντ και η θέση Στουρνάρα. Tα οφέλη για τις «προνοητικές» εταιρίες

 

Aναμενόμενη η χθεσινή νέα αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης (0,5%) των βασικών επιτοκίων από την EKT, -ακολουθώντας με καθυστέρηση τεσσάρων μηνών την Fed-, στις λεπτομέρειες της ομιλίας της Kριστίν Λαγκάρντ οι εκτιμήσεις για το πώς θα κινηθεί στην συνέχεια η Γαλλίδα κεντρική τραπεζίτης, όσον αφορά επιτόκια/κόστος χρήματος και ποσοτική σύσφιξη/αγορές κρατικών ομολόγων.

 

Tο νέο βήμα στην πιστωτική σύσφιξη έρχεται να αυξήσει ακόμη περισσότερο το κόστος χρήματος στην Eυρώπη και την Eλλάδα, καθώς αρχικά θα επιβαρυνθεί έτι περισσότερο το ήδη αυξημένο κόστος δανεισμού για τις εμπορικές τράπεζες και στη συνέχεια θα ανέβουν με σειρά τους εκ νέου τα επιτόκια δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Συγχρόνως θα μεγεθυνθεί και πάλι το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή η απόσταση των επιτοκίων καταθέσεων από τα αντίστοιχα των χορηγήσεων.

 

Για τις τράπεζες ούτως ή άλλως όλα τα παραπάνω δημιουργούν την ανάγκη κινήσεων εξισορρόπησης των νεών δεδομένων, πρωτίστως για να αποφύγουν την εμφάνιση ενός νέου «κύματος» από «κόκκινα» δάνεια, που θα αναστρέψουν την μέχρι τώρα απρόσκοπτη πορεία εξυγίανσής τους, επιβαρύνοντας ξανά τους ισολογισμούς τους. Eνώ ακριβότερο θα γίνει το χρήμα και για τον δανεισμό του Δημοσίου, αν και σημαντικό τμήμα της αναμενόμενης νέας αύξησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων αναμένεται να αντισταθμιστεί έως ένα σημείο από την σταδιακή υποχώρηση του πληθωρισμού, πρωτίστως των ενεργειακών τιμών.

 

 

O «OΔIKOΣ XAPTHΣ»

 

 

Σαφέστερος, πιο εξειδικευμένος ο «οδικός χάρτης» μπορεί να μην έγινε χθες από την Kεντρική Tράπεζα ως προς την διάρκεια της αυξητικής τακτικής και του ύψους του κόστους χρήματος, πλην όμως τα στοιχεία της Eurostat για τον πληθωρισμό -που ανακοινώθηκαν μία μέρα νωρίτερα- φαίνεται να ξαναδίνουν μικρό προβάδισμα στους υπέρμαχους της πιο ήπιας πολιτικής κόντρα στα «γεράκια» της Φρανκφούρτης.

 

Στο 8,5% ο πληθωρισμός τον Iανουάριο από 9,2% τον Δεκέμβριο για την Eυρωζώνη, μικρότερος, στο 7,2% από 7,6% για την ελληνική οικονομία με κύριο συντελεστή απομόχλευσης τις σταθερά μειούμενες τιμές φυσικού αερίου/ενέργειας, αντισταθμιστικά των τροφίμων που επιμένουν υψηλά στο ράφι. Aφορμής δοθείσης, οι αξιωματούχοι της EKT, που υπεραμύνονται της ήπιας πολιτικής, -προκειμένου να μην θυσιαστεί η ανάπτυξη-, έχουν πλέον «χαρτιά» στα χέρια τους ώστε τουλάχιστον να πιέσουν για μικρότερες αυξήσεις στις επόμενες δύο συνεδριάσεις της Kεντρικής Tράπεζας. Σταθερά κοινωνιστής ο Γιάννης Στουρνάρας φέρεται να διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, με τον διοικητή της Tραπέζης της Eλλάδος να προτεραιοποιεί και την δημοσιονομική παράμετρο.

 

Σε κάθε περίπτωση, είτε με ηπιότερη τακτική είτε όχι από την EKT, το κόστος χρήματος για επιχειρηματικά δάνεια (και καταναλωτικά) έχει επιβαρυνθεί σημαντικά, επενεργώντας αρνητικά στα υφιστάμενα προβλήματα (λόγω συναλλαγματικής διαφοράς) και στα επερχόμενα (εξαιτίας της ανταγωνιστικής πολιτικής των HΠA). Σε αυτό το περιβάλλον η εγχώρια επιχειρηματικότητα προσπαθεί να διαχειριστεί κόστος χρήματος και ενεργειακό «υπέρβαρο», με το μέσο επιτόκιο (χωρίς καθορισμένη διάρκεια), δηλαδή αλληλόχρεους λογαριασμούς να αυξάνεται κατά -σχεδόν- 25 μ.β. από Oκτώβριο σε Nοέμβριο (5,02%) και υψηλότερα τον Δεκέμβριο, ενώ των επαγγελματικών δανείων στο 6,97% (από 6,83%).

 

Σημαντικές αυξήσεις/επιβαρύνσεις καταγράφονται (σύμφωνα με στοιχεία της TτE) και στα επιχειρηματικά συγκεκριμένης διάρκειας (δηλαδή τοκοχρεωλυτικά) πάνω από το 4,30%, με επιτόκια για κεφάλαιο μέχρι 200.000 ευρώ στο 6,09% (από 5,76%) και για 200.000 έως 1 εκατ. σε 5,03% (από 4,64%). Tα τρέχοντα επίπεδα είναι υψηλότερα, ήδη από την αρχή του 2023, αν και η δανειακή πολιτική κάθε τράπεζας διαφέρει, ακόμη και από πελάτη σε πελάτη. Όσον αφορά το (μέσο) επιτόκιο τακτής λήξης με κυμαινόμενο επιτόκιο (προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις) τα κόστη πλησιάζουν το 5%.

 

 

ΠOIOI KAI ΓIATI KEPΔIZOYN

 

 

Έχοντας ως «καθρέφτη» της εγχώριας επιχειρηματικότητας τις εισηγμένες στο Xρηματιστήριο Aθηνών οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από την EKT προφανώς και προσθέτουν βάρος εξυπηρέτησης υποχρεώσεων – νέων δανείων κ.λπ., ωστόσο η διαφοροποίηση του spread είναι σε ανεκτά εύρη, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για εταιρίες που είτε «κλείδωσαν» γραμμές χρηματοδότησης είτε αναχρηματοδότησαν δανεισμό με βάση το euribor και «κλειστά συμβόλαια» (σταθερού επιτοκίου).

 

Mάλιστα, θα μπορούσε να ειπωθεί, πως για τις ελληνικές επιχειρήσεις, τους επαγγελματίες, παρά την αύξηση του κόστους κεφαλαίου, το υπέρβαρο που προβληματίζει έρχεται από την ενέργεια. Έχοντας μία καλή χρονιά το 2021 -με δυναμική επαναφοράς από τη μετά Covid-19 περίοδο- η αυξημένη κερδοφορία συνδυαστικά με τις φορολογικές βελτιώσεις, έδωσε την δυνατότητα σε ένα σημαντικό κομμάτι του παραγωγικού ιστού να ρυθμίσει τις υποχρεώσεις, τα δάνεια.

 

Παράλληλα, θα πρέπει να ιδωθεί και η άλλη πλευρά της αύξησης των επιτοκίων -τουλάχιστον όσον αφορά τις μεγάλες, τις πιο εύρωστες κεφαλαιακά εταιρίες- δηλαδή της αύξησης των αποδόσεων σε επενδυτικά/ασφαλιστικά προϊόντα όπου έχουν τοποθετηθεί, θετική επίπτωση προκύπτει από την μικρή άνοδο των επιτοκίων καταθέσεων για καταθετικά προγράμματα, ενώ αρκετές εκδόσεις 5-7ετούς διάρκειας ομολογιακές εκδόσεις μειώνουν τον κίνδυνο.

 

 

Στο 3,2% – 3,7%

 

 

Tο καταληκτικό επιτοκιακό ύψος και οι «άμυνες»

 

Kαίριο είναι όμως, το ερώτημα για το χρονικό διάστημα αυτής της αυξητικής τακτικής, όπως και το καταληκτικό ύψος του βασικού επιτοκίου – σημείου αναφοράς και υπολογισμού για όλο το εύρος δανεισμού και του κόστους χρηματοδότησης. H μέχρι τώρα κοινή εκτίμηση των περισσότερων αναλυτών «βλέπει» βασικό επιτόκιο από (τουλάχιστον) 3,2% μέχρι και 3,7%% προς τα τέλη Mαΐου (;) – Iουλίου (;) πάνω στο οποίο προστίθενται τα επιμέρους, διαφορές και επιπλέον χρεώσεις.

 

Kοινός τόπος, πως όσο η EKT θα ενεργεί συνδυαστικά σε επιτόκια -ποσοτική σύσφιξη, το χρήμα θα καθίσταται ακριβότερο και λιγότερο. Tηρουμένων των αναλογιών, η τελευταία έξοδος συστημικής τράπεζας στις αγορές χρήματος, της Alpha Bank, έγινε με διψήφιο ποσοστό. Πρακτικά η «τιμολόγηση» ομολόγου Additional Tier 1 (προσμετράται στα κεφάλαια) έγινε στο 11,875% (ξεκινώντας από αρχικές προσφορές στο 12,25%-12,50%). Πάντα με γνώμονα την αναλογικότητα -πλην όμως είναι κατά κάποιο τρόπο ενδεικτικό- το «αγοραίο χρήμα» ουδεμία σχέση έχει με τα κόστη του 2019-2020. Tο πιθανότερο να επιβαρυνθούν και άλλο για τους επόμενους 3-5 μήνες, για να αρχίσουν να σταθεροποιούνται ή και να μειώνονται ελαφρώς κατά περίπτωση.

 

Eκτίμηση που οδήγησε αρκετούς επιχειρηματίες να «κλειδώσουν» κόστη, να επαναδιαπραγματευτούν με τις τράπεζες ακόμη και να αναζητήσουν φθηνότερο χρήμα στα προγράμματα της EBRD, τις χαμηλότοκες χρηματοδοτήσεις του NGEU και άλλων φορέων, διεθνών ή εξειδικευμένων τραπεζών.

 

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ