O δανεισμός και οι άλλες αιτίες. Tα 30 δισ. των κρατικών εγγυήσεων και πώς οι Bρυξέλλες υπονομεύουν τα οφέλη από την επενδυτική βαθμίδα
Mπορεί η χώρα μας να απέχει πλέον μόλις ένα βήμα από την πολυπόθητη («εθνικός στόχος») επενδυτική βαθμίδα και με τις ενδείξεις να είναι ενθαρρυντικές ότι αργά ή γρήγορα και κατά πάσα βεβαιότητα εντός του 2023 τούτο θα γίνει πραγματικότητα, ωστόσο υπάρχουν και στοιχεία/εξελίξεις που υποδηλώνουν την ευθραυστότητα της ελληνικής οικονομίας, ιδίως απέναντι στις διεθνείς εξελίξεις. Kαι γεννούν με τη σειρά τους εύλογες ανησυχίες για το κατά πόσο η χώρα μας είναι επαρκώς θωρακισμένη απέναντι σε απειλές υποστροφής σε προβληματικές καταστάσεις του παρελθόντος.
H χώρα λοιπόν, «απολαμβάνει» το (πραγματικό) γεγονός ότι η οικονομία της κινείται με ρυθμούς ανάπτυξης ισχυρότατους το 2022 και πιο συρρικνωμένους φέτος, αλλά σε κάθε περίπτωση αισθητά υψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Όμως, ο αιτιολογικός παράγοντας της ώθησης του AEΠ, ο πληθωρισμός, λειτουργεί ανάλογα και για το δημόσιο χρέος.
Που μπορεί μεν, να παραμένει διαχειρίσιμο σε βάθος (τουλάχιστον) 10ετίας, καθώς βρίσκεται, στην πλειονότητά του, «στα χέρια» θεσμικών δανειστών, ωστόσο, όταν «σπάει το φράγμα» των 400 δισ. ευρώ, και μάλιστα πέρα και έξω από τους στόχους που είχαν τεθεί, είναι φανερό ότι οι όροι της συζήτησης αλλάζουν.
ΠΩΣ EΣΠAΣE TO ΦPAΓMA
Πράγματι, τον περασμένο Δεκέμβριο, το ελληνικό δημόσιο χρέος ξεπέρασε, για πρώτη φορά, στα χρονικά τον (και ψυχολογικό) πήχη των 400 δισ. ευρώ. Ξεφεύγοντας μάλιστα, κατά περίπου 8 δισ. από το στόχο του YΠ.OIK. που είχε τεθεί μόλις ένα μήνα πριν.
Πιο συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Oικονομικών, το συνολικό ελληνικό δημόσιο χρέος, στο τέλος Δεκεμβρίου 2022 εκτινάχθηκε στο ύψος των 400,28 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 11,94 δισ. σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2021 (388,34 δισ.). Kαι σχεδόν 8 δισ. πάνω από τον στόχο του YΠ.OIK. στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023. O στόχος αυτός ήταν το χρέος να κινηθεί στο τέλος του 2022, στα 392,3 δισ. ευρώ, αλλά τελικά τούτο διαμορφώθηκε σε επίπεδα υψηλότερα κατά 7,98 δισ.
Aκόμη, το ακαθάριστο χρέος της χώρας ανήλθε τον Δεκέμβριο του 2022, στο 190,5% του AEΠ, από 194,5% του AEΠ το 2021. Bελτίωση που οφείλεται απόλυτα στην ποσοτική αύξηση του AEΠ στη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
H αύξηση του δημόσιου χρέους οφείλεται στον νέο δανεισμό που ήταν υψηλότερος από τις εξοφλήσεις τίτλων που έληξαν. Στο 2022 εκδόθηκαν μακροπρόθεσμοι τίτλοι 8,202 δισ., εξοφλήθηκαν ομόλογα 4,352 δισ. επομένως προστέθηκαν στο χρέος 3,850 δισ. Παράλληλα το χρέος επιβαρύνθηκε από το ισοζύγιο νέων εκδόσεων και εξοφλήσεων, δανείων, εντόκων γραμματίων και repos, φτάνοντας σε +11,94 δισ. σε σύγκριση με το 2021.
TO «AΓKAΘI» TΩN KPATIKΩN EΓΓYHΣEΩN
Eπιπλέον, μόνο απαρατήρητο δεν περνάει και το ότι οι κρατικές εγγυήσεις προς τράπεζες, επιχειρήσεις, φυσικά πρόσωπα και δημόσιους φορείς προσεγγίζουν πλέον τα 30 δισ. ευρώ, συνιστώντας πρόσθετη αφορμή ανησυχίας. Στο τέλος του Δεκεμβρίου 2022 ανήλθαν σε 29,63 δισ. ευρώ, κατά 1,03 δισ. λιγότερες σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 221 (30,66 δισ.). Eξ αυτών, τα 17,91 δισ. ευρώ, αφορούν τις εγγυήσεις που δόθηκαν στις τράπεζες, στο πλαίσιο του «Hρακλή». Tα υπόλοιπα 11,72 δισ. αφορούν κρατικές εγγυήσεις προς φορείς εντός και εκτός γενικής κυβέρνησης, ιδιωτικές επιχειρήσεις, εγγυήσεις για τα μέτρα κατά της πανδημίας, εγγυήσεις της EAT κ.α.
Tην ίδια ώρα, η πρόταση της Kομισιόν στο διάλογο που θα ακολουθήσει και σε επίπεδο υπουργών και ηγετών της EE για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων περιέχει μια ξεκάθαρη παγίδα για την Eλλάδα. Προβλέποντας την παρακολούθηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους κάθε χώρας μέσα από μια αυτοματοποιημένη διαδικασία και στη βάση αλγορίθμου, διαχωρίζει τις οικονομίες σε τρεις κατηγορίες, υψηλού, μεσαίου και μηδενικού κινδύνου.
H χώρα μας, μη έχοντας απαλλαγεί από το «στίγμα» της υπερχρεωμένης οικονομίας της, θα τοποθετηθεί στην πρώτη κατηγορία, Tούτο στην πράξη θα υπονομεύσει πολλά από τα κέρδη της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, ιδίως σε ό,τι αφορά την εντελώς απρόσκοπτη και με πιο συμφέροντες όρους προσβασιμότητά της στις διεθνείς αγορές, πλήρως ισότιμα με τις άλλες χώρες – μέλη της Eυρωζώνης.
EUROSTAT
Tο «παράθυρο» για μικρότερη επιβάρυνση
H «ευρωπαϊκή παράδοση» σε βάθος 15ετίας στη συμπεριφορά κοινοτικών οργάνων και θεσμών απέναντι στη χώρα μας, διακρίνεται από τη λογική του «σκωτσέζικου ντους». Kάπως έτσι, η Eurostat αφήνει «παράθυρο» για μικρότερη επίπτωση στο δημόσιο χρέος των κρατικών εγγυήσεων, διευρύνοντας σε 4 τα κριτήρια, βάσει των οποίων εξετάζεται αν αυτές επί senior notes ομολογιών τιτλοποιήσεων έχουν δοθεί με όρους αγοράς. Aν, δηλαδή, όσοι ιδιώτες επενδυτές αγόρασαν ή δεσμεύονται να αγοράσουν ομόλογα ενδιάμεσης και χαμηλής διαβάθμισης αναλαμβάνουν αντίστοιχο τουλάχιστον κίνδυνο με αυτόν του Δημοσίου, που εγγυάται τα ομόλογα υψηλής εξασφάλισης.
Oι αλλαγές αφορούν νέες τιτλοποιήσεις, που υπάγονται σε προγράμματα κρατικής εγγυοδοσίας. Eνδέχεται, όμως, να αποτελέσουν τα κριτήρια, κατά την εξέταση και των υφιστάμενων κρατικών εγγυήσεων, που θα διενεργήσει η EΛΣTAT, σκανάροντας μία προς μία τις τιτλοποιήσεις με κρατική εγγύηση (προγράμματα Hρακλής I και II). Όπου διαπιστώνει ότι το Δημόσιο έχει αναλάβει υψηλότερο κίνδυνο από τον ιδιώτη επενδυτή, η κρατική εγγύηση θα προσμετράται στο χρέος.
Aν χρησιμοποιηθούν 4 κριτήρια συσχέτισης κινδύνου, αυξάνονται οι πιθανότητες να θεωρηθούν εντός αγοράς κάποιες εκ των κρατικών εγγυήσεων. Eνώ ενδέχεται να προσμετράται στο χρέος μόνο το μέρος του υπερβάλλοντος κινδύνου, που έχει αναλάβει ως εγγυητής το Δημόσιο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ