Οι εξαγωγές ελληνικών φρούτων και λαχανικών έκλεισαν το 2010 με αύξηση τόσο του όγκου τους όσο και της αξίας τους που έφτασε μέχρι και το 20%, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT – HELLAS.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τα στοιχεία του συνδέσμου, παρατηρείται δραστηριότητα βαλκάνιων “εμπόρων” ακόμη και ιταλών αλλά προσφάτως και βρετανών που διακινούν μη τυποποιημένα οπωροκηπευτικά κατευθείαν από το χωράφι ή και από τις λαχαναγορές με αποτέλεσμα οι υγιείς εξαγωγικές επιχειρήσεις οπωροκηπευτικών της χώρας μας να βιώνουν μια ανάσχεση της δραστηριότητας τους προς τις παραδοσιακές αγορές των προϊόντων μας, αλλά και να υποστούν τα προϊόντα μας ανταγωνισμό από “ιταλικά ελληνικής προέλευσης προϊόντα (καρπούζια και σταφύλια)”.
Ο ειδικός Σύμβουλος του συνδέσμου, κ. Γ. Πολυχρονάκης, δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι : “Το έτος 2010 ολοκληρώθηκε με εκτίμηση μιας αύξησης της τάξης του 19,4% στους όγκους των εξαγωγών των φρούτων και λαχανικών σε σχέση με το 2009 (-3% έναντι 2008) Έτσι ενώ παρατηρείται μια μικρή αύξηση σ όλες τις κατηγορίες προϊόντων της χώρας μας, τα οπωροκηπευτικά μέχρι το τρίτο τρίμηνο παρουσίαζαν σταθερά υψηλούς αυξητικούς ρυθμούς με σταδιακή επιβράδυνση το τελευταίο τρίμηνο . Η εκτιμώμενη αύξηση στην αξία, μετά από τις διαμορφωθείσες χαμηλές τιμές του πρώτου πενταμήνου, υπολογίζεται κατ΄εκτίμηση σε 12% οφειλόμενη σε μικρή βελτίωση των τιμών κυρίως των θερινών φρούτων. Σημειώνεται ότι ορισμένα προϊόντα όπως τα ροδάκινα, νεκταρίνια και ακτινίδια περιόδου 2010/11 απήλαυσαν αυξημένες τιμές της τάξης του +20%».
Κατά το 2010 το εξαγωγικό μας εμπόριο, με βοηθό την καλή παραγωγή, εκμεταλλεύτηκε την μικρότερη παραγωγή των ομοιοπαραγωγών χωρών της Ε.Ε. στην αρχή της χρονιάς διευρύνοντας το ποσοστό του στις παραγγελίες των μεγάλων αλυσίδων λιανικής της Ευρώπης και την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου που συνέβαλε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητος των φρούτων μας και στην μείωση εισαγωγών από τρίτες χώρες χαμηλού κόστους στην Ε.Ε. ενώ παράλληλα συνέβαλε και στην αύξηση των εξαγωγών μας προς τρίτες καταναλωτικές χώρες δολλαριακών συναλλαγών (Ρωσία, Ουκρανία κ.α.).
Υπενθυμίζεται ότι, σε αυτήν την πορεία ”υπήρξαν και αρνητικά γεγονότα που έδρασαν ως πρόσθετα αντικίνητρα στην πορεία εξαγωγών των οπωροκηπευτικών μας όπως π.χ η μη επιστροφή του Φ.Π.Α που σε συνδυασμό με τα ήδη υπάρχοντα αντικίνητρα και την κάλυψη του πλαφόν χρηματοδότησης συνέδραμαν στην ανάσχεση της πορείας τους προς το τέλος του έτους” όπως σημειώνει ο κ. Πολυχρονάκης.
Ο σύνδεσμος σημειώνει ότι επιβάλλεται η αυστηροποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας και ως προς το σύστημα τιμών εισόδου οπωροκηπευτικών αλλά και για τους επιβαλλόμενους εισαγωγικούς δασμούς και το καθεστώς προτιμησιακών συμφωνιών με τις τρίτες Χώρες.
Σε εθνικό επίπεδο το 2010 όπως αναφέρει ο σύνδεσμος χαρακτηρίστηκε από τις εξής εξελίξεις:
– Την ομαλή εξέλιξη της παραγωγής των φρούτων και λαχανικών μας τόσον από απόψεως ποσοτήτων όσον και από απόψεως ποιότητος.
– Την ουσιαστική μέχρι σήμερα αναστολή καταβολής της επιστροφής ΦΠΑ. Αναζητείται η εξεύρεση λύσης του προβλήματος , διότι σε συνδυασμό με την χρηματοδοτική στενότητα, δημιουργούνται συνθήκες αδυναμίας εκτέλεσης παραγγελιών. ”Θεωρούμε αντιφατική και οξύμωρη την αναστολή καταβολής της επιστροφής ΦΠΑ με την θεσπισθείσα και πράγματι απολύτως αναγκαία χορήγηση κινήτρων για επενδύσεις” σημειώνει ο σύνδεσμος.
– Την τροποποίηση του ΚΒΣ και ειδικότερα των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 21α’ του Ν. 3842/2010 που αντικατέστησε το άρθρο 12 παρ. 6 του ΚΒΣ που εκτός των άλλων προβλέπει και την έκδοση πολλαπλών φορολογικών στοιχείων, και ιδίως την έκδοση Δελτίου Αποστολής – Τιμολογίου και τον ορισμό της τιμής μονάδος κατά τον χρόνο της αποστολής των αγροτικών προϊόντων μετά την συγκομιδή τους. Το γεγονός ότι η έκδοση του παραστατικού αυτού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που δημιούργησαν γραφειοκρατία τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους αγρότες και πολλαπλασίασε τις τυπικές παραβάσεις-ακυρώσεις φορολογικών στοιχείων από παραγωγούς από τον αγρό στο συσκευαστήριο παρά τις διευκρινήσεις της σχετικής εγκυκλίου 1091/2010 του υπουργείου Οικονομικών.
– Την ανεπαρκή αστυνόμευση και επιτήρηση των λιμανιών (κυρίως Πάτρας και Ηγουμενίτσας) της χώρας μας όσον αφορά την επιβίβαση στα φορτωμένα και προοριζόμενα για το εξωτερικό φορτηγά αυτοκίνητα λαθρομεταναστών , με συνέπεια την καταστροφή των εμπορευμάτων, την διατάραξη της ομαλής διακίνησης τους και τον κίνδυνο απώλειας των αγορών για τα ελληνικά προϊόντα. Η ελλιπής επιτήρηση αφορά και τους χώρους των F/B από τις ναυτιλιακές εταιρείες, εντός των οποίων γίνονται ενδεχομένως λαθραίες επιβιβάσεις.
– Την διακίνηση ατυποποίητων οπωροκηπευτικών προϊόντων, που παρατηρήθηκε για μια ακόμη χρονιά, σε κιβώτια συσκευασίας επαναχρησιμοποιημένα χωρίς την απαιτούμενη σήμανση, ακόμη και χύμα εντός των φορτηγών αυτοκινήτων, χωρίς την επεξεργασία τους από συσκευαστήρια ,χωρίς την τήρηση κανόνων υγιεινής και ασφάλειας και την προώθηση τους από “έλληνες εμπόρους” στις γειτονικές βαλκανικές χώρες, με κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών και με δυσφήμηση των ελληνικών προϊόντων. Παράλληλα παρατηρείται δραστηριότητα βαλκάνιων “εμπόρων” ακόμη και Ιταλών αλλά προσφάτως και βρετανών που διακινούν επίσης μη τυποποιημένα οπωροκηπευτικά κατευθείαν από το χωράφι ή και από τις λαχαναγορές. Συνέπεια αυτής της πρακτικής, της μη εφαρμογής της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, είναι οι τιμές εξαγωγής προς τις βαλκανικές χώρες να έχουν ‘βαλτώσει’ και οι υγιείς εξαγωγικές επιχειρήσεις οπωροκηπευτικών της χώρας μας να βιώνουν μια ανάσχεση της δραστηριότητας τους προς αυτές τις παραδοσιακές αγορές των προϊόντων μας, αλλά και να υποστούν τα προϊόντα μας ανταγωνισμό από “Ιταλικά ελληνικής προέλευσης προϊόντα (καρπούζια και σταφύλια)”.
– Υποβλήθηκε προς διαβούλευση το “Γενικό Μητρώο Εμπόρων” που αναμένεται να ψηφισθεί και να τεθεί σε εφαρμογή το 2011. Για το θέμα η εκτίμηση του συνδέσμου είναι ότι πρόκειται για κάτι αόριστο ”και αν είναι να χρησιμοποιηθεί ως περιγράφεται μόνο στα έγγραφα συναλλαγής για ταυτοποίηση των εμπόρων τότε δεν χρειάζεται διότι αυτό επιτυγχάνεται από τον ΑΦΜ και μέσω αυτού τον ΚΑΔ του ΤΑΧΙS”
Αντίθετα ο σύνδεσμος εκτιμά ότι για την εξυγίανση του εξαγωγικού εμπορίου οπωροκηπευτικών απαιτείται ουσιαστική εφαρμογή της Βάσης Συναλλασσομένων (Μητρώου) με θέσπιση:
– Ελαχίστων προδιαγραφών συσκευαστηρίων – τυποποιητηρίων
– Κώδικα Υγιεινής και Ασφάλειας Συσκευαστηρίων – Τυποποιητηρίων
– Έκδοση Απόφασης για τα Κριτήρια Ανάλυσης Κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη: α) Κατηγορία συναλλασσομένου β) Μέγεθος του συναλλασσομένου στην εμπορική αλυσίδα γ) προϊόν (φύση προϊόντος, φθαρτότητα προϊόντος, εμπορική περίοδος, κλπ), δ). Αποτελέσματα από προηγούμενους ελέγχους, προκειμένου να προσδιορίζονται ο ελεγχόμενος αλλά και η συχνότητα ελέγχων σε αυτόν
– Εφαρμογή της online αναγγελίας και ελέγχου των διακινουμένων οπωροκηπευτικών
– Διαγραφή από το μητρώο των κατ’ εξαίρεση ,προσωρινά, εγγραφέντων παραγωγών-εμπόρων και εμπόρων χωρίς την διάθεση και χρήση συσκευαστηρίων και απαγόρευση κυκλοφορίας προϊόντων που δεν έχουν διέλθει από εγκεκριμένες εγκαταστάσεις
– Ενεργοποίηση του θεσμού του εγκεκριμένου εμπόρου με αυστηρά αναλυτικώς περιγραφόμενα κριτήρια
– Καθιέρωση Κώδικα Δεοντολογίας που στους βασικούς του άξονες θα περιλαμβάνονται:
α) οι σχέσεις μεταξύ παραγωγών – εμπόρων,
β) οι σχέσεις μεταξύ εμπόρων/εξαγωγέων και πελατών,
γ) οι σχέσεις μεταξύ εμπόρων/εξαγωγέων και ενδιάμεσων,
δ) η αντιμετώπιση περιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού ή και ασυνεπειών απέναντι των πελατών / εισαγωγέων αλλά παραγωγών, εργατών , ασφαλιστικών εισφορών με τεκμαρτό προσδιορισμό
και
ε) διαδικασία επίλυσης διαφορών (Διαιτησία)
Ο Σύνδεσμος των Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit – Hellas θεωρεί απαραίτητο για τον τομέα όπως κατά το 2011 εφαρμοσθούν μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας ώστε να επιστρέψει στο δρόμο της ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά, σημειώνεται ότι είναι απαραίτητο να τερματισθεί η σε βάρος των παραγωγών φρούτων και λαχανικών πρακτική διευκόλυνσης ουσιαστικώς σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο εισαγωγών ομοειδών προϊόντων τρίτων χωρών.
”Είναι αναγκαία η ρύθμιση της υφιστάμενης Α.Δ. που θα δώσει, με την αποδοχή των κοστολογικών δεδομένων, την δυνατότητα διάθεσης των τυποποιημένων ελληνικών προϊόντων στην εγχώριο αγορά, εξισώνοντας τα με αυτά της εισαγωγής – παραλαβής από άλλες χώρες της Ε.Ε.” όπως εκτιμά ο σύνδεσμος και, τέλος, θεωρείται απαραίτητο η Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τις αρνητικές επιπτώσεις στον τομέα οπωροκηπευτικών συμφωνίες με τρίτες χώρες που έχουν παρόμοια παραγωγή με τις Χώρες της Ε.Ε.