”Η μετεξέλιξη του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ) σε Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ) αποτελεί δείγμα καλής πρόθεσης από την Κυβέρνηση, αρκεί να μην εμπλακεί και η πρωτοβουλία αυτή στα γρανάζια της ιδιότυπης χρηματοπιστωτικής γραφειοκρατίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό μείωσε την αποτελεσματικότητα των μέχρι σήμερα παρεμβάσεων του ΤΕΜΠΜΕ”, σημειώνει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων στις θέσεις της για το σχέδιο νόμου που αφορά στο Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης.
Από τη μελέτη του σχεδίου νόμου η ΚΕΕ διαπιστώνει ότι δυστυχώς η εμπλοκή του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη λειτουργία και του νέου φορέα παραμένει σημαντική καθώς διατηρείται η βασική φιλοσοφία που μείωσε την αποτελεσματικότητα του ΤΕΜΠΜΕ, δηλαδή: πρώτα γίνεται η υποβολή στην τράπεζα της πρότασης/αίτησης συνδρομής, μετά ο έλεγχος από την τράπεζα με βάση κριτήρια που η ίδια η τράπεζα έθετε (και με διαφορές από τράπεζα σε τράπεζα), και μόνο κατόπιν θετικής έκβασης του ελέγχου η τράπεζα έστελνε το φάκελο στο ΤΕΜΠΜΕ. Αυτό το σύστημα τελικά κατέληξε να είναι αντικίνητρο για πολλούς επιχειρηματίες ώστε να μην εμπλακούν στη διαδικασία εγγυοδοσίας από το ΤΕΜΠΜΕ.
Η ΚΕΕ σημειώνει ότι μέχρι στιγμής, σε καμία από τις διαδικασίες που συμμετείχε το ΤΕΜΠΜΕ δεν υπήρξε έλεγχος σχετικά με τα πεπραγμένα του συμπράττοντος χρηματοπιστωτικού συστήματος. ”Δεν έχει γίνει γνωστό εάν καλώς ή κακώς εγκρίθηκαν τα δάνεια από τις τράπεζες και ότι τα ποσά καταναλώθηκαν όντως για την υλοποίηση των έργων, την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και την πρόσληψη προσωπικού και όχι απλά για μια ανάσα ρευστότητας του επιχειρηματία”.
Η ένωση εκτιμά ότι πρέπει να αξιοποιηθούν επιλογές όπως είναι η αξιοποίηση του μοντέλου των ενδιάμεσων φορέων διαχείρισης (που εφαρμόζεται στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα) και η πλήρης αντιστροφή της μέχρι σήμερα διαδικασίας, με τελείως νέα στρατηγική. Δηλαδή το ΕΤΕΑΝ να αποφασίζει εκ των προτέρων (πριν την εμπλοκή της τράπεζας) περί της παροχής εγγυοδοσίας για το δάνειο μελετώντας αντικειμενικά τους σκοπούς του, το φορέα που αιτείται και το επιχειρηματικό πλάνο που το συνοδεύει.
Αυτό εκτιμάται ότι θα μπορούσε να συνοδεύεται από αυστηρά αλλά σαφή κριτήρια εγγυοδοσίας, καθώς και από προκαθορισμένη διαδικασία για τη τραπεζική συμμετοχή, δημιουργώντας συνθήκες καλύτερης αντιμετώπισης του επιχειρηματία και περιορίζοντας έτσι την “παντοδυναμία” των τραπεζών, η οποία οδήγησε σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και σε αυθαίρετες αποφάσεις.
Πρόνοια εκτιμάται ότι πρέπει να ληφθεί και αναφορικά με το μέγιστο επιτόκιο των εγγυοδοτουμένων δανείων του ΕΤΕΑΝ. Υπενθυμίζεται ότι όταν κάποιο πρόγραμμα εγγυοδοσίας προκηρύχθηκε από το ΤΕΜΠΜΕ και κατέληξε να έχει τελικό επιτόκιο κοντά στο 8% (με εγγυοδοσία του ΤΕΜΠΜΕ), την ίδια στιγμή υπήρχαν διαθέσιμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που με προσημείωση ακινήτου το επιτόκιο ως επισκευαστικό έφτανε ως το 5,5%, και κατά συνέπεια η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της εγγυοδοσίας του ΤΕΜΠΜΕ ήταν δεδομένη. Με συναφές πνεύμα, σημειώνεται, πρέπει να γίνει και η στελέχωση του ΕΤΕΑΝ.
Ένα άλλο σημείο αφορά το ότι μεταξύ των δραστηριοτήτων του ΕΤΕΑΝ εντάσσεται η σύνταξη και εκπόνηση ειδικών μελετών, ερευνών αγοράς, επιχειρηματικών σχεδίων και εν γένει η παροχή υπηρεσιών Συμβούλων. ”Το ETEAN είναι φορέας άσκησης πολιτικής με σαφείς άξονες ενδιαφέροντος, συνεπώς είναι ίσως εννοιολογικά και πρακτικά “ασυμβίβαστο” να έχει το ρόλο του συμβούλου” δηλώνει η ΚΕΕ.
Τέλος, σε πιο τεχνικό επίπεδο, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν τα εξής σημεία:
– Το μέγιστο ποσό χρηματοδότησης να μην ξεπερνά το 100% του κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης και να ανέρχεται έως το ποσό των 10.000.000 ευρώ ανά επιχείρηση.
– Το ποσοστό εγγύησης να προσαυξάνεται εφόσον η έδρα η έδρα μιας επιχείρησης είναι στην περιφέρεια.
– Ο κανόνας de minimis να μην εφαρμόζεται για το σύνολο της ενίσχυσης για μακροπρόθεσμα δάνεια καθώς και σε περιπτώσεις απλής εγγύησης του ελληνικού Δημοσίου προς επιχειρήσεις. Επίσης το σύνολο του ποσού της επιδότησης ως προς την τήρηση του κανόνα de minimis θα προσμετράτε στην αρχή (υποβολή) ή μήπως θα γίνει κανονικά και φυσιολογικά με το ποσό να υπολογίζεται σύμφωνα με την πρόοδο της διαδικασίας (σε επίπεδο τουλάχιστον έτους);
– Όλες οι προσκλήσεις να είναι ανοιχτές μέχρι εξαντλήσεως του προϋπολογισμού της πρόσκλησης ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να προγραμματίσουν την αξιοποίηση του θεσμού αυτού.
Νέος Επενδυτικός Νόμος
”Είναι αδιανόητο το σοβαρότερο εργαλείο για την έξοδο από την κρίση που βιώνουμε, να είναι ένα τόσο ασαφές και ατελές κείμενο” όπως αναφέρει η ένωση.
Το πρώτο και βασικό συμπέρασμα από την αξιολόγηση που έχει κάνει η ΚΕΕΕ στο σχέδιο νόμου είναι ότι δεν πρέπει να εξαιρούνται από τις διατάξεις του νόμου αυτού το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, καθώς επίσης και άλλοι κλάδοι όπως οι υπηρεσίες εστίασης ή η εκπαίδευση.
Επίσης σημειώνεται ότι η κυβερνητική προτίμηση στις φοροαπαλλαγές, ως μορφή κρατικής ενίσχυσης, δεν συγκινεί ιδιαιτέρως τον επιχειρηματικό κόσμο.
Μια γενική παρατήρηση, νομοτεχνικής φύσης, είναι ότι σχεδόν κάθε κρίσιμη διάταξη του σχεδίου νόμου περιλαμβάνει και εξουσιοδότηση προς τον αρμόδιο υπουργό για να μεταβάλλει με υπουργική απόφαση το περιεχόμενο της.
Ειδικότερα περιλαμβάνονται 24 νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση κανονιστικών πράξεων (προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις).
Περαιτέρω, η πρόβλεψη τόσων πολλών μελλοντικών κανονιστικών πράξεων συνεπάγεται τον ρεαλιστικό κίνδυνο να καθυστερήσει σημαντικά η ενεργοποίηση του νέου νόμου στο συνολικό εύρος εφαρμογής του εφόσον δεν ολοκληρωθεί η έκδοση τους άμεσα και σε κάθε περίπτωση μέχρι τον Απρίλιο 2011, οπότε και θα λάβει χώρα η πρώτη διαδικασία υποβολής προτάσεων προς ενίσχυση, σύμφωνα με τις προβλέψεις του σχεδίου νόμου.
Επίσης το γεγονός δε ότι δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της διαδικασίας αξιολόγησης δημιουργεί έντονους φόβους ότι θα επαναληφθούν φαινόμενα του παρελθόντος με ατέρμονες διαδικασίες και η μη εξειδίκευση από το νόμο της διαδικασίας αξιολόγησης των προτάσεων και η παραπομπή του προσδιορισμού της σε προεδρικό διάταγμα προοιωνίζει καθυστέρηση ενεργοποίησης του νόμου και επιτείνει την αβεβαιότητα και την επιφυλακτικότητα μας για το περιεχόμενο αυτής της διαδικασίας.
Από τη μελέτη των στοιχείων του προτεινόμενου Αναπτυξιακού Νόμου, σε συνδυασμό με το ΣχΝ για τα Επιχειρηματικά Πάρκα, επισημαίνεται ο κίνδυνος της μη υπαγωγής των επιχειρηματικών πάρκων σε καθεστώς δημόσιας επιχορήγησης.
Επίσης, σε μια περίοδο που έχει αναγνωριστεί η κρισιμότητα της συμβολής του τομέα του τουρισμού στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, με τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στο 6,5% στα τουριστικά καταλύματα, προκαλεί απορία το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιλέγει να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου νέου επενδυτικού νόμου τα μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα (ενοικιαζόμενα δωμάτια, επιπλωμένα διαμερίσματα, επαύλεις κ.λπ.) που απαρτίζουν περίπου το 50% των πάγιων τουριστικών υποδομών διανυκτέρευσης της χώρας μας.