Στρατηγική «επανακατάκτησης» της εσωτερικής αγοράς από τις επιχειρήσεις σχεδιάζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, επαναφέροντας στο προσκήνιο – με κοινοτικά σύννομο τρόπο – το σύνθημα των αρχών της δεκαετίας του 1980 «αγοράζετε ελληνικά προιόντα».
Γι’ αυτό τον λόγο έχει ήδη διαμορφωθεί σχέδιο νόμου, το οποίο συζητείται μεταξύ των κκ Μιχάλη Χρυσοχοίδη και Ντίνο Ρόβλια και αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή στους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους.
Με το νομοσχέδιο θα κατοχυρώνεται το «σήμα ελληνικών προιόντων και υπηρεσιών», το οποίο θα φέρει συγκεκριμένο διακριτικό – πρόκειται να γίνει σχετικός διαγωνισμός – και αμέσως μετά θα ακολουθήσει διαφημιστική καμπάνια από τον σύνδεσμος που έχουν δημιουργήσει διάφοροι συνδικαλιστικοί φορείς (ΔΣΑ, ΓΣΕΒΕΕ, ΓΣΕΕ κλπ).
Ειδικότερα σύμφωνα με πληροφορίες για την χρήση του σήματος, η οποία θα είναι προαιρετική – επί της ουσίας πρόκειται για επαναφορά του παλαιού made in Greece – θα υπάρχει πιστοποίηση από συγκεκριμένους φορείς, η οποία θα παρέχεται για ορισμένο χρονικό διάστημα και εν συνεχεία θα επαναβεβαιώνεται, μεαποκλειστικό κριτήριο την εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες στο νομοσχέδιο δεν έχει καθοριστεί το ποσοστό της εγχώριας προστιθέμενης αξίας – αυτό θα γίνει μετά από την ψήφιση του νομοσχεδίου, με την έκδοση κανονιστικών διατάξεων. Σε κάθε περίπτωση στόχος της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου είναι η διαμόρφωση ευνοικού κλίματος στους καταναλωτές ή μάλλον «συγκριτικού πλεονεκτήματος» σε όφελος των ελληνικών προιόντων, δεδομένης της ευαισθητοποίησης που υπάρχει στην κοινωνία για την ελληνική παραγωγή.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη διάρκεια του 2010 παρατηρήθηκε δραματική μείωση των εισαγωγών – η μείωση υπερβαίνει το 20% -, τάση η οποία φαίνεται να συνεχίζεται, μία καμπάνια στήριξης των ελληνικών προιόντων είναι προφανές ότι θα επιδράσει ευεργετικά στην προώθηση τους και θα προκαλέσει αντίστοιχη μείωση των ομοειδών εισαγομένων προιόντων.
Ετσι επειτα από περίπου 20 χρόνια αναγραφής του «made in ΕU» στις συσκευασίες των προϊόντων – και όχι μόνο – το «made in Greece» επιστρέφει.
Κυρίως όμως εκτιμάται ότι θα ενισχύσει τις κατηγορίες των ειδών διατροφής και εν γένει καταναλωτικών προιόντων και αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη στήριξη των αγροτικών προιόντων, στα πλαίσια της «αναγνώρισης των ευεργετικών χαρακτηριστικών των αγροδιατροφικών προϊόντων του τόπου μας και της εξισορροπημένης διατροφής» όπως τονίζεται χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για βασικό στοιχείο μιάς στρατηγικής στήριξης των ελληνικών επιχειρήσεων, που αφορά βεβαίως στην εσωτερική αγορά, αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά με την ήδη ανακοινωθείσα στρατηγική ενίσχυσης των εηαγωγών κια γενικότερα της ελληνικής παραγωγής.
Αρχικά στις κυβερνητικές προθέσεις ήταν η σήμανση του ελληνικού προιόντος να αφορά μόνο τα λεγόμενα «αγροδιατροφικά προιόντα», αλλά στη συνέχεια διευρύνθηκε και καλύπτει όλα τα ελληνικά προιόντα και τον τομέα των υπηρεσιών.
Βέβαια η αναγραφή του «σήματος ελληνικού προιόντος» δεν είναι ένα θέμα που αφορά τα στενά ελληνικά εθνικά όρια. Αντιθέτως πρόκειται για ένα ευρωπαικό πρόβλημα το οποίο απασχολεί ήδη τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαικής Ενωσης.
Σε ευρωπαικό επίπεδο προβλέπεται ήδη για το βόειο κρέας και το μέλι, ενώ στην Ελλάδα τα υπουργεία Περιφερειακής Ανάπτυυξης και Ανταγωνιστικότητας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προχώρησαν στην επισήμανση του φρέσκου γάλακτος και της γιαούρτης- η προσπάθεια συνεχίζεται και για τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως είναι το τυρί, και πιθανόν και για άλλες κατηγορίες.
Επιχειρείται, δηλαδή η καθιέρωση ενός συστήματος επισήμανσης των τροφίμων κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο πολίτης να πληροφορείται τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, διασφαλίζοντας πλήρως τη διαφάνεια και την ιχνηλασιμότητά του.
Οπως επισημαίνεται οι περισσότερες χώρες της νέας διεύρυνσης, στηριζόμενες πρωτίστως από τη Γαλλία και ακολούθως από την Αυστρία, διεκδικούν για τα δικά τους προϊόντα το αντίστοιχο «made in…» η καθεμιά.
Η οικονομική ύφεση οδηγεί σε κατάρρευση το «made in ΕU» που επί μία περίπου εικοσαετία κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή αγορά. Η προστασία των εθνικών κλάδων παραγωγής, του αγροτικού και μεταποιητικού τομέα, αποτελεί πλέον «σωσίβιο σωτηρίας» για κάθε μία από 11 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που έχουν συμπαραταχθεί με το εθνικό «made in…».
Πρωταρχικός στόχος είναι η επανακατάκτηση των εσωτερικών αγορών από τα εισαγόμενα, χρησιμοποιώντας ως συγκριτικό πλεονέκτημα και δέλεαρ για τους καταναλωτές την αναγραφή της εθνικής ταυτότητας στις συσκευασίες των προϊόντων.
Ειδικότερα, η αρχική πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- με βάση τα πρωτόλεια σχέδια κανονισμού- σε ό,τι αφορά την αναγραφή της χώρας προέλευσης ήταν να διατηρηθεί το ίδιο καθεστώς που ισχύει σήμερα, δηλαδή «η ένδειξη της καταγωγής ή της προέλευσης ενός τροφίμου είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση που η παράλειψη της σχετικής ένδειξης μπορεί να οδηγήσει σε πλάνη τον καταναλωτή ως προς τον πραγματικό τόπο παραγωγής ή προέλευσης του τροφίμου».
Με βάση όμως αυτή τη διάταξη η Ελλάδα, αν δεν ακύρωνε την αγορανομική διάταξη που εξέδωσε το υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και αφορούσε την αναγραφή της χώρας προέλευσης των γαλακτοκομικών προϊόντων (εκτός των τυροκομικών), επρόκειτο να οδηγηθεί στο εδώλιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Οι έλληνες κτηνοτρόφοι έχουν επίμονα ζητήσει από την υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κυρία Μιλένα Αποστολάκη να στηρίξει την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας προέλευσης του προϊόντος. Φαίνεται όμως ότι αντίστοιχες «ευαισθησίες» με την Ελλάδα είχαν και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης- πρόκειται για τις Γαλλία, Αυστρία, Σλοβακία, Τσεχία, Ουγγαρία, Ιταλία, Εσθονία, Λιθουανία, Κύπρο και Λετονία. Ετσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπαναχώρησε…
Και όταν στις 16 Ιουνίου 2010 ολοκληρώθηκε η συζήτηση στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο αυστηρά.
Από τους ευρωβουλευτές ψηφίστηκε η υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης στο κρέας, στα πουλερικά, στα γαλακτοκομικά προϊόντα, στα νωπά οπωροκηπευτικά και σε άλλα τρόφιμα που αποτελούνται από ένα συστατικό, π.χ. ελιές, σύκα, καθώς και κρέας, πουλερικά και ψάρια όταν χρησιμοποιούνται ως συστατικό σε μεταποιημένες τροφές.