Σε πείσμα των χθεσινών δηλώσεων του πρωθυπουργού, από του βήματος της Βουλής, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης μισθών και συντάξεων από την νέα κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις επικείμενες εκλογές, η Τρόικα επιμένει να υποστηρίζει την δραστική μείωση των λειτουργικών δαπανών του Ελληνικού Δημοσίου ως το μόνο μέτρο που θα μπορέσει να επανεντάξει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης.
Η Κυβέρνηση σε συνεργασία με το ΚΕΠΕ, το ΔΝΤ, την Κομισιόν και την Ομάδα Δράσης για την ΕΕ, εξετάζει σενάρια για πιθανές περικοπές δαπανών για την περίοδο 2013 –2014 τα οποία θα παραδώσει στην Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Μια από τις «μετριοπαθείς» προτάσεις που έχει πέσει στο τραπέζι είναι η περιστολή του κονδυλίου του Προϋπολογισμού για την πληρωμή αποδοχών και συντάξεων που σήμερα ανέρχεται στα 19,41 δισ. ευρώ κατά 7,5% το 2013 και κατά 7,5% το 2014, δηλαδή η μείωση του σχετικού κονδυλίου κατά 2,85 δισ. ευρώ σε βάθος διετίας. Ωστόσο, όλοι οι πλευρές αναγνωρίζουν ότι η μείωση μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο θα έχει πολλαπλάσια αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ και θα επιτείνει το υφεσιακό περιβάλλον.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ομάδα Δράσης για την ΕΕ πρότεινε στη Κυβέρνηση το βασικό μέρος της περιστολής δαπανών στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς να προέλθει από την περικοπή των λειτουργικών δαπανών του Δημοσίου.
Σημειώνεται πως τα έξοδα του Δημοσίου για προμήθειες, αναλώσιμα, αμοιβές επιτροπών, καύσιμα, ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνα κ.ο.κ., μειώθηκαν από 9,3 δισ. το 2009 σε περίπου 7,3 δισ. το 2011. Η πρόταση της Ομάδας Δράσης για την ΕΕ είναι οι δαπάνες αυτές να μειωθούν κατά 4,9 δισ. ευρώ στη διετία και να διαμορφωθούν στα 2,4 δισ. ευρώ, δηλαδή να επιστρέψουν στα επίπεδα του 2000.
Ωστόσο, το 2000, η μέση τιμή του πετρελαίου Μπρεντ ήταν στα 28,3 δολάρια το βαρέλι, ενώ σήμερα αγγίζει τα 125 δολάρια το βαρέλι.
Δεν υφίσταται θέμα δέσμευσης
Δεν μπορεί να υπάρξει δέσμευση. Είναι ένα θέμα το οποίο πρέπει να αποφασίσει η επόμενη κυβέρνηση και η ελληνική Βουλή, λαμβάνοντας υπόψη τα τελευταία στοιχεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», απάντησε ο πρωθυπουργός στον πρόεδρο του ΛΑΟΣ, Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος του ζήτησε να δεσμευθεί, εν όψει των εκλογών, ότι δεν θα υπάρξουν νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Ξεκαθάρισε δε ότι, ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση του χρέους, η διαδικασία προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας συνεπάγεται βραχυπρόθεσμη μείωση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας.
Περιγράφοντας, μάλιστα, τα στενά περιθώρια κινήσεων που θα έχει η νέα κυβέρνηση, ο κ. Παπαδήμος σημείωσε ότι, σύμφωνα με το νέο οικονομικό πρόγραμμα, θα πρέπει στα δύο επόμενα χρόνια να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες κατά 12 δισ. ευρώ περίπου, εξηγώντας ότι, αυτή τη στιγμή, δεν είναι δυνατόν να δώσει κανείς περισσότερα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η μείωση των δαπανών.
Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης
Αναφερόμενος στην πορεία της οικονομίας, ο κ. Παπαδήμος παραδέχτηκε ότι, κατά το τρέχον έτος, η ύφεση θα συνεχιστεί και πιθανότατα να αυξηθεί περαιτέρω το ποσοστό ανεργίας και «να παραμείνει αδύνατη η πραγματική οικονομία στο μεγαλύτερο μέρος του 2013». Πρόσθεσε, όμως, ότι, εντός της ίδιας χρονιάς, αναμένονται τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στην πραγματική οικονομία.
«Η επιδίωξη της κυβέρνησης είναι ότι, με την εφαρμογή του νέου οικονομικού προγράμματος, την εισαγωγή διαφόρων ρυθμίσεων και την υλοποίηση μέτρων που προβλέπει, η ελληνική οικονομία σταδιακά θα σταθεροποιηθεί και τα επόμενα χρόνια θα επανέλθει σε τροχιά ανάκαμψης» είπε και συμπλήρωσε:
«Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς το μέλλον με ακρίβεια, αλλά όλες οι εκτιμήσεις και προβλέψεις που έχουν γίνει τόσο από διεθνείς οργανισμούς όσο και από ιδιωτικούς φορείς είναι ότι, με την εφαρμογή αυτών των μέτρων και μεταρρυθμίσεων, με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, θα διαμορφωθούν συνθήκες σταθερότητας και ανάκαμψης της οικονομίας».
Περί αναπλήρωσης απωλειών των Ασφαλιστικών Ταμείων
Ο πρωθυπουργός, απαντώντας σε ερώτηση του κ. Καρατζαφέρη σχετικά με τον τρόπο αποκατάστασης των απωλειών των ασφαλιστικών ταμείων, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο να παρασχεθούν στα Ταμεία οι μετοχές των τραπεζών που θα προκύψουν στο Δημόσιο από την ανακεφαλαιοποίηση. «Οπως είναι γνωστό, οι μετοχές αυτές θα περιέλθουν στο ελληνικό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», δήλωσε ο πρωθυπουργός. Εκτίμησε μάλιστα ότι, μετά την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών του PSI και την εκπόνηση της σχετικής μελέτης, η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να οριστικοποιήσει τις αποφάσεις της «για τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία θα στηριχθούν τα ασφαλιστικά ταμεία».
Επίσης, κατέστησε σαφές ότι η διασφάλιση των Ταμείων «δεν είναι δυνατόν να βασιστεί στις κρατικές ενισχύσεις», αλλά σε νέες μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος και σε νέες παρεμβάσεις και ελέγχους για την περιστολή των δαπανών, τον εξορθολογισμό των παροχών και την ενοποίηση των κλάδων υγείας και επικουρικών Ταμείων.
Αντικρούοντας, πάντως, την κριτική του κ. Καρατζαφέρη, ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι «τα μεγάλα προβλήματα των ασφαλιστικών ταμείων δεν οφείλονται στο PSI». Αντίθετα, όπως επισήμανε, η κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος είναι πολλαπλάσια της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, που ανερχόταν σε 26 δισ. ευρώ πριν από την εφαρμογή του PSI.
Η φορολογική μεταρρύθμιση
Μισθοσυντήρητοι των 1.000-1.700 ευρώ το μήνα θα πληρώσουν το «μάρμαρο» με το νέο σύστημα που προτείνει η Επιτροπή Φορολογικής Μεταρρύθμισης, αφού, αν τυχόν εφαρμοστεί μετεκλογικά, το 2013 θα χάσουν από μισό έως και έναν ολόκληρο μισθό για επιπλέον φόρους.
Το κτύπημα για εκατομμύρια μικρομεσαίους θα είναι διπλό, αφού με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών χάνουν οι περισσότεροι από 200 ευρώ και άνω, ενώ με την νέα κλίμακα θα πρέπει να πληρώσουν έως και 280 ευρώ επιπλέον.
Για παράδειγμα, με μηνιαίο μισθό 1.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των δώρων) και εισόδημα 14.000 ευρώ ετησίως, ένας μισθοσυντήρητος χάνει 240 ευρώ τον χρόνο. Αντιθέτως, όσοι βγάζουν τα διπλά λεφτά (από 22.000 ευρώ και άνω ετησίως) έχουν και ελάφρυνση, που ξεπερνά σε ποσοστό και το 15% για όσους βγάζουν… τα τριπλάσια από το «θύμα» των 1.000 ευρώ.
Με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών όμως το χαράτσι αυξάνει για όλους όσοι λαμβάνουν από 300 έως και 1.000 ευρώ. «Θύμα» είναι και πάλι οι χαμηλόμισθοι, που έχουν πολλές ανελαστικές δαπάνες που δεν θα μειώνουν όμως πια τον φόρο. Ο μισθωτός των 1.000 ευρώ, που χάνει τα 240 λόγω κλίμακας, χάνει και άλλα τόσα από τις μη-φοροαπαλλαγές.
Για παράδειγμα, εργαζόμενος με 8.000 ευρώ εισόδημα (ο οποίος κατ’ αρχάς δεν χάνει τίποτα με τη νέα φορολογική κλίμακα) δεν θα έχει πια την έκπτωση φόρου π.χ. 200 ευρώ για ιατρικές δαπάνες και για ενοίκιο που πληρώνει.
Δημόσιος υπάλληλος με 1.400 ευρώ τον μήνα και ετήσιο εισόδημα 16.800 ευρώ (χωρίς δώρα δηλαδή) χάνει σχεδόν 280 ευρώ επιπλέον λόγω της νέας κλίμακας, άρα 480 ευρώ συνολικά. Επειδή όμως χάνει και άλλες φοροαπαλλαγές για δαπάνες που είχε, όπως π.χ. για ασφάλιστρα, εργασία σε παραμεθόριο, νοσήλια, εκπαίδευση κ.λπ., επιβαρύνεται συνολικά με 600 ή και 800 ευρώ σε σχέση με όσα ισχύουν σήμερα. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και προσθέσουμε και το πλασματικό φορολογητέο εισόδημα με τα τεκμήρια -αφού και ένας άπορος με ένα σπίτι στο όνομά του “πιάνεται” να πληρώσει φόρο- τότε το «καπέλο» ξεπερνά τον μισό μισθό.