Συνεχίζει το «ράπισμα» της ελληνικής κοινωνίας η Κομισιόν, καθώς μέσα από την έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, βγαίνει το συμπέρασμα ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο για περαιτέρω αύξηση του επιπέδου φορολογίας έστω με «έμμεσα» μέτρα όπως η κατάργηση φοροαπαλλαγών και η επιβολή τεκμαρτού εισοδήματος ιδιοκατοίκησης!
Μάλιστα οι ιθύνοντες της Κομισιόν φρόντισαν να προχωρήσουν σε μια σύγκριση των επιπέδων φορολογίας μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης από την οποία προκύπτει ότι το συνολικό επίπεδο φορολογίας στην Ελλάδα ήταν το 2011 32,5% του ΑΕΠ έναντι 39,5% που είναι ο μέσος όρος στις 17 χώρες της Ευρωζώνης.
έτσι η Κομισιόν εκτιμά πως μπορούν να γίνουν αναπροσαρμογές σε φόρους, προτείνοντας τους εξής:
-Επιβολή τεκμαρτού εισοδήματος στην ιδιοκατοίκηση.
-Την κατάργηση των φοροαπαλλαγών.
-Αύξηση φόρων κατοχής ακίνητης περιουσίας.
Στον αντίποδα η Κομισιόν σημειώνει ότι οι συντελεστές στο φόρο εισοδήματος είναι ήδη υψηλοί, όπως και ο ΦΠΑ και ο φόρος επί των επιχειρηματικών κερδών.
Οι αναλυτές της Κομισιόν θεωρούν ότι παρά την βαριά φορολόγηση που επιβάλλεται την χώρα μας, οι εισπράξεις από φόρους ακινήτων είναι κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ τονίζουν πως υπάρχουν ακόμα περιθώρια για να αυξηθούν ακόμα περισσότερο οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που επιβάλλονται σε καύσιμα τσιγάρα και ποτά.
Στις 42 σελίδες της τριμηνιαίας έκθεσής της για την Ευρωζώνη, τονίζεται επίσης ότι τα φορολογικά έσοδα που εισπράττει ελληνικό δημόσιο από τους φόρους στις μεταβιβάσεις ακινήτων είναι χαμηλά, συγκριτικά με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Η Κομισιόν (σελ. 22-23 του κειμένου) υπογραμμίζει όμως και ότι η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες όπου δεν επιβάλλεται φόρος στο τεκμαρτό ενοίκιο που πληρώνει κάποιος για… το σπίτι που μένει, δηλαδή δεν υπάρχει φόρος ιδιοκατοίκησης.
Ο φόρος ιδιοκατοίκησης καταργήθηκε το 1999
Ο φόρος ιδιοκατοίκησης ίσχυε στη χώρα μας και καταργήθηκε το 1999.
Με τον τρόπο αυτόν υπολογιζόταν ένα πλασματικό (“τεκμαρτό”) εισόδημα βάσει του ακίνητου που κατέχει ο κάθε ιδιοκτήτης. Προέκυπτε έτσι πχ φόρος ότι σε ιδιοκτήτες ακίνητων με επιφάνεια πάνω από 150 τετραγωνικά μέτρα, που υπολογιζόταν εξής: πολλαπλασιαζόταν η τιμή ζώνης της περιοχής, το εμβαδόν του ακινήτου και των βοηθητικών χώρων, ο συντελεστής παλαιότητας με έναν ειδικό συντελεστή “προσδιορισμού ακαθάριστου εισοδήματος”, της τάξεως του ήταν 3,5%. Το ποσό αυτό θεωρείτο εισόδημα για τον ιδιοκτήτη που, αν δεν είχε σπίτι, έπρεπε να το συγκεντρώσει για να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες και να φορολογηθεί για αυτό.
Πάντως στις ως τώρα διαβουλεύσεις με την Τρόικα δεν έχει υπάρξει πίεση για την επαναφορά ενός τέτοιου φόρου. Το αν θα προκύψει τελικώς όμως, θα φανεί στην νέα διαπραγμάτευση το Μάιο με την επόμενη κυβέρνηση, που θα κληθεί να λάβει και την τελική απόφαση ενόψει της επικείμενης φορολογικής μεταρρύθμισης.