Υπό την απόλυτη απαξίωση της αγοράς τελούν τα νέα ελληνικά ομόλογα που προέκυψαν από το PSI, εξέλιξη που αντανακλά τις ανησυχίες των αγορών για το χρόνο επιστροφής της Ελλάδας σε αυτές, αλλά και τη δυσπιστία για την αποτελεσματικότητα της γιγαντιαίας ανταλλαγής ομολόγων, στη μείωση του ελληνικού χρέους.
Οι αποδόσεις των νέων μακροπρόθεσμων ομολόγων, παρά τις εγγυήσεις που φέρουν και το αγγλικό δίκαιο που τα διέπει, έχουν εκτιναχθεί στα ίδια επίπεδα που βρίσκονταν και τα ομόλογα προ του haircut.
Αιτία είναι τα σενάρια των οικονομικών αναλυτών, ότι το PSI δεν ήταν αρκετό για την αντιμετώπιση της κρίσης του ελληνικού χρέους και πως θα χρειαστεί και νέο «κούρεμα» ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα νέο πρόγραμμα δανειακής στήριξης, από το 2015 και μετά.
Πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ κάνει λόγο για ενδεχόμενο χρηματοδοτικό κενό στο ελληνικό πρόγραμμα κατά 32 έως 67 δισ. ευρώ, από το 2015 και μετά, που σημαίνει και εκτίμηση για αδυναμία εξόδου της Ελλάδας στις αγορές το 2015, όπως προβλέπει το νέο Μνημόνιο.
Το οξύμωρο είναι πως το νέο Μνημόνιο συνυπογράφεται και από το ΔΝΤ. Επίσης, ξένοι αναλυτές προεξοφλούν και νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους, αλλά με το μερίδιο του ιδιωτικού τομέα να έχει συρρικνωθεί αισθητά και το μεγάλο κομμάτι της πίτας του χρέους να συνιστά χρέος προς κράτη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, καθώς και προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Στο πλαίσιο αυτό, ενδεικτικές των θέσεων της αγοράς είναι η αξία των νέων ελληνικών 11ετών ομολόγων, που έχουν υποχωρήσει κοντά στο 22% των ονομαστικών τους τιμών, ακολουθώντας μάλιστα πτωτική πορεία από την έκδοσή τους (12 Μαρτίου) μέχρι και σήμερα.
Οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές των νέων ομολόγων διευρύνουν αισθητά τις απώλειες που υπέστησαν από το PSI οι κάτοχοί τους, θεσμικοί και φυσικά πρόσωπα. Ενώ το haircut ήταν 53,5%, η τρέχουσα αξία των συγκεκριμένων χαρτοφυλακίων είναι μειωμένη έναντι των αρχικών ονομαστικών τιμών κατά 72-75%. Η απαξίωση δηλαδή των νέων ομολόγων μειώνει επιπλέον σχεδόν κατά 20 εκατοστιαίες μονάδες την τρέχουσα αξία των ομολόγων.
Τις ίδιες απώλειες με τους θεσμικούς (72-75%) υφίστανται και τα φυσικά πρόσωπα που είχαν επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών διαψεύδει τώρα τις προσδοκίες, που το ίδιο είχε καλλιεργήσει, για την αποζημίωσή τους.
Εκπρόσωποι του συνδέσμου που συγκρότησαν, συναντήθηκαν χθες με τον επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, Πέτρο Χριστοδούλου, ζητώντας κάλυψη των απωλειών που υφίστανται λόγω του PSI. Ωστόσο, όπως δήλωσαν οι ίδιοι, απογοητεύτηκαν, καθώς ο κ. Χριστοδούλου τούς είπε ότι αντιδρούν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι στο ενδεχόμενο κάλυψης των ζημιών. Πάντως, έχουν καταστήσει σαφές ότι θα προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, κατά του PSI.
Ξεφορτώνονται τα ελληνικά «χαρτιά» φοβούμενοι δεύτερη αναδιάρθρωση
Οι επενδυτές πωλούν ελληνικά ομόλογα γιατί συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αδιέξοδο, εν μέσω ανησυχιών ότι ενδεχομένως να χρειαστεί να προχωρήσει και σε δεύτερο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, αφού οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους της δεν έχουν απομακρυνθεί.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι νέες ριπές από τις χώρες της Ιβηρικής, Ισπανία και Πορτογαλία, που φαίνεται να βρίσκονται στην «καρδιά» μιας νέας αναζωπύρωσης της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, με τον αντίκτυπο να γίνεται αισθητός σε ολόκληρη την περιφέρεια.
Το όλο κλίμα αντικατοπτρίζεται τα μέγιστα στις τιμές των νέων ελληνικών ομολόγων, που έχουν κατακρημνιστεί από τα επίπεδα στα οποία άρχισαν να διαπραγματεύονται στις 12 Μαρτίου, όταν ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων, διαψεύδοντας τις προσδοκίες των αναλυτών για μεγαλύτερη σταθερότητα.
Η τιμή του νέου 11ετούς (με λήξη 24/2/2023) άρχισε να διαπραγματεύεται γύρω στα 29 σεντς του ευρώ, για να υποχωρήσει σήμερα λίγο χαμηλότερα από τα 22 σεντ, ενώ ανάλογη είναι και η μείωση της τιμής του 30ετούς (με λήξη το 2040): από τα 25 σεντ, βρίσκεται τώρα στα 17,75.
Το spread του 11ετούς -που χρησιμοποιείται ως ομόλογο αναφοράς 10ετούς διάρκειας από την αγορά- έχει αυξηθεί περισσότερο από 400 μονάδες βάσης σε λιγότερο από ένα μήνα, ξεπερνώντας τις 2.000 μβ, ενώ η απόδοση έχει ενισχυθεί περίπου 4%, διαμορφούμενη στο 22,1% από 18,26%, εξακολουθώντας σαφώς να είναι μακράν η υψηλότερη στην Ευρωζώνη.