Καθώς η δραματική πτώση στην παγκόσμια κατανάλωση αποτελεί πλέον μια απογοητευτική διαπίστωση, τα στελέχη του ΔΝΤ προτείνουν τώρα μια νέα φόρμουλα κρατικής ενίσχυσης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ώστε αυτά αφενός να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους και αφετέρου να ξεκινήσουν πάλι να καταναλώνουν -και κατά συνέπεια να δημιουργούν ζήτηση.
Αναφερόμενοι στο παράδειγμα των ΗΠΑ, οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι τα νοικοκυριά που έχουν πολύ υψηλό χρέος συνηθίζουν να περικόπτουν υπερβολικά την κατανάλωσή τους. Κάτι τέτοιο όμως δημιουργεί ρήγμα στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και κατά συνέπεια και στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Με δεδομένο ότι βασικό στοιχείο της υπερχρέωσης στις ΗΠΑ και την Ιρλανδία είναι τα στεγαστικά δάνεια τα οποία είναι μεν ενυπόθηκα αλλά αφορούν πολύ μεγαλύτερες περιόδους αποπληρωμής και υψηλότερα ποσά, το ΔΝΤ τονίζει ότι οι κατασχέσεις κατοικιών και οι πλειστηριασμοί δεν είναι λύση. Προκαλούν απότομες αναταράξεις στην αγορά κατοικίας και τελικά προβλήματα και στις τράπεζες οι οποίες έχουν χορηγήσει τα στεγαστικά.
Ως λύση προτείνεται μια κρατική ενίσχυση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, προκειμένου να γίνει επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Επικαλούμενος ανάλογα διεθνή μοντέλα, ο διεθνής οργανισμός ισχυρίζεται ότι με κρατική ενίσχυση ύψους 1% του ΑΕΠ προς τα νοικοκυριά που δεν μπορούν πλέον να καταναλώσουν είναι δυνατό να υπάρξει αύξηση του ΑΕΠ που θα φτάνει το 1,3% για τις ΗΠΑ και 1,1% του ΑΕΠ για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προηγουμένως θα πρέπει να υπάρξουν κρατικές πρωτοβουλίες οι οποίες θα βοηθούν τους δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην κάλυψη του χρέους τους να επανέλθουν σε ένα φυσιολογικό πλαίσιο πληρωμών. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί και με νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα επιτρέπει εξειδικευμένους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς μεταξύ των τραπεζών και των δανειοληπτών.
Με δεδομένο ότι η κίνηση αυτή θα πλήξει τις τράπεζες, ο διεθνής οργανισμός προτείνει κρατική παρέμβαση με την εξαγορά επισφαλών δανείων και αφού τα αναδομεί να τα επαναπροωθεί στην αγορά για να καλύπτει το κόστος που θα έχει.
Σε ό,τι αφορά τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να υπάρξει κρατική παρέμβαση στους υπερχρεωμένους δανειολήπτες, σε πρώτη φάση επικαλείται την κρατική επιδότηση μέσω του δικτύου κοινωνικής προστασίας που ισχύει σε κάθε κράτος.
Μια δεύτερη επιλογή που δίνεται από το ΔΝΤ είναι να επιδοτούνται κατευθείαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία αντιμετωπίζουν πολλά «κόκκινα» δάνεια. Τούτο με την έννοια ότι οι υψηλές επισφάλειες των τραπεζών τις αποτρέπουν από το να χρηματοδοτήσουν υγιείς τομείς της πραγματικής οικονομίας.
Με τον τρόπο αυτό θεωρείται πιθανό ότι οι εμπορικές τράπεζες θα μπορέσουν να κάνουν οικιοθελώς αναδιάρθρωση των κακών δανείων τους. Σε δεύτερη σκέψη, όμως, το ΔΝΤ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο κάτι τέτοιο να μη συμβεί. Να υπάρξουν δηλαδή τράπεζες οι οποίες θα κρατήσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα για τη δική τους χρήση και να μη βοηθήσουν τα νοικοκυριά που κινδυνεύουν με προσωπική πτώχευση. Από την άλλη, μπορεί μια τέτοια διευκόλυνση να οδηγήσει σε έναν ηθικό κίνδυνο που θα έχει να κάνει με τους ίδιους τους δανειολήπτες.
Οι τιμές εμπορευμάτων
Στο δεύτερο από τα κεφάλαια της έκθεσης για την κατάσταση και τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, ο διεθνής οργανισμός εξετάζει την επίδραση που έχει η διακύμανση των τιμών των εμπορευμάτων στα δημοσιονομικά των κρατών-μελών του είτε αυτοί είναι εξαγωγείς είτε εισαγωγείς των αγαθών. Μάλιστα εξετάζει τα προϊόντα τα οποία αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα της αξίας των εξαγωγών, δηλαδή του πετρελαίου, των μετάλλων, του καφέ και του βαμβακιού.
Την απορρόφηση των πληθωριστικών πιέσεων που δημιουργούν οι αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων και ειδικά του πετρελαίου μέσω της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας προτείνει το ΔΝΤ στις χώρες που είναι καθαροί εισαγωγείς.
Ειδικά για το θέμα του πληθωρισμού, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείου προτείνει τη δημιουργία συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ των φόρων που επιβάλλονται, ώστε να απορροφάται ένα μέρος από τις πληθωριστικές πιέσεις.
Στην περίπτωση του πετρελαίου σημειώνει ότι σε όλα τα κράτη εισαγωγείς επιβάλλονται δασμοί εισαγωγής και έμμεσοι φόροι. Στην περίπτωση της απότομης ανόδου της τιμής του πετρελαίου χωρίς να υπάρχει μείωση της κατανάλωσης στην εσωτερική αγορά, τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται ανάλογα. Ως μια λύση για την αντιμετώπιση των πιέσεων στις τιμές δίνει το ενδεχόμενο τα επιπλέον φορολογικά έσοδα από τα πετρελαιοειδή να οδηγούν στη μείωση φορολογικής επιβάρυνσης στην εργασία. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει στην αύξηση της απασχόλησης, του ανταγωνισμού και κατά συνέπεια και στη συγκράτηση των τιμών.
Στην ίδια έκθεση παρατηρεί ότι οι αυξήσεις των τιμών πετρελαίου από το 1970 και μετά σημειώνονται για δύο βασικούς λόγους: Από την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, η οποία εκ των πραγμάτων πιέζει τις τιμές και μάλιστα στις περιπτώσεις που η προσφορά δεν αυξάνεται ανάλογα και λόγω του ότι κάποιος άλλος παράγοντας γίνεται αιτία για μια μικρή ή μεγαλύτερη κρίση στη διάθεση του πετρελαίου, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα και την αύξηση των τιμών του.
Η δεύτερη αυτή περίπτωση αφορά κυρίως εσωτερικές εξεγέρσεις σε μεγάλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες οι οποίες αναστέλλουν μέρος ή και το σύνολο της παραγωγής τους ή κάποιο τοπικό πόλεμο που επηρεάζει επίσης την κάλυψη της διεθνούς ζήτησης πετρελαίου.
Οπως τονίζεται, και στις δύο περιπτώσεις οι χώρες οι οποίες είναι καθαροί εισαγωγείς του πετρελαίου και των προϊόντων του υπομένουν μεγάλες αυξήσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους για άγνωστό διάστημα, δεδομένου ότι ακόμη και μετά την απουσία της αιτίας αύξησης των τιμών η επαναφορά των τιμών απαιτεί χρόνο λόγω του σπιράλ αυξήσεων που έχει ήδη δημιουργήσει.
Ειδικά για το πετρέλαιο, το οποίο απασχολεί και το μεγαλύτερο κομμάτι της έκθεσης, η εκτίμηση του οργανισμού είναι σαφής. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου σε χώρες οι οποίες είναι καθαροί εισαγωγές (όπως για παράδειγμα η Ελλάδα) επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα πληθωρισμού, καθώς το ενεργειακό κόστος διαχέεται ασύμμετρα σε όλο το φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών αυξάνοντας τις τιμές.