Στην αναποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού της Ελλάδας αναφέρθηκε επικριτικά ο επιφορτισμένος με την χώρα μας εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν, εκφράζοντας φόβους για την υλοποίηση του δεύτερου προγράμματος διάσωσης της Οικονομίας της χώρας.
Σε συνέδριο του ΔΝΤ, που πραγματοποιήθηκε χθες Παρασκευή, ο εκ των επικεφαλής της Τρόικα εξέφρασε την άποψη ότι, εάν η Ελλάδα δεν μπορέσει να περιορίσει την φοροδιαφυγή και ταυτόχρονα να υλοποιήσει άμεσα τις διαρθρωτικές αλλαγές στην Οικονομία της, απειλείται με νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και αποτυχία του προγράμματος διάσωσης.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό το πρόγραμμα θα επιτύχει αν δεν βελτιωθεί η εφορία. Αυτό είναι το σημείο κλειδί στο οποίο έχουμε αποτύχει», τόνισε ο κ. Τόμσεν και συμπλήρωσε: «Αν οι ελληνικές Αρχές δεν κινηθούν πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν να κάνουν με την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής το πρόγραμμα δεν θα επιτύχει». Μάλιστα προειδοποίησε ότι θα απαιτηθούν νέες θυσίες και μειώσεις κοινωνικών παροχών για τους πολίτες.
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση για τις επικείμενες ελληνικές εκλογές, ανέφερε ότι τα δύο κόμματα στήριξαν το πρόγραμμα και τόνισε ότι «οι εκλογές θα δοκιμάσουν τη στήριξη αυτή στο πρόγραμμα».
Στην Ελλάδα αναφέρθηκε και ο Μαρκ Φλάναγκαν, αρμόδιο στέλεχος του ΔΝΤ, για το ρόλο του Ταμείου στην τρόικα, λέγοντας ότι, μετά τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου, θα πραγματοποιηθεί η πρώτη αναθεώρηση του νέου προγράμματος για την Ελλάδα από το ΔΝΤ. Οπως μετέδωσε το ειδησεογραφικό πρακτορείο Dow Jones Newswires, ο κ. Φλάναγκαν σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον, αναφερόμενος στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, χαρακτήρισε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι έπειτα από πέντε χρόνια δεν θα υπάρξει αποπληθωρισμός στην Ελλάδα.
Κρατικοποιήσεις με βραδύτητα
Επιπλέον πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων της Ελλάδας προχωρά με ιδιαίτερα βραδύ ρυθμό, κάτι που επισημαίνεται και σε έκθεση της εταιρείας συμβούλων σε θέματα ακίνητης περιουσίας CBRE, επικαλούμενη στοιχεία του 2011 για το ρυθμό πώλησης ακίνητης περιουσίας ευρωπαϊκών χωρών, επιχειρώντας μία σύγκριση ανάμεσα στις ισχυρότερες χώρες, όπως Γερμανία και Βρετανία, και στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης.
Οι υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, που φιλοδοξούν να πωλήσουν κρατική ακίνητη περιουσία, θα πρέπει να μειώσουν τις τιμές και να καθιερώσουν ένα περισσότερο διαφανές πρόγραμμα πωλήσεων, για να μπορέσουν να επιταχύνουν το βραδύ ρυθμό των συναλλαγών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, υπογραμμίζει η έκθεση της CBRE, την οποία επικαλείται το Reuters.
Μολονότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπερδιπλασίασαν πέρυσι τις πωλήσεις ακίνητης περιουσίας τους, φθάνοντας την αξία των 2,3 δισ. ευρώ, σε μία προσπάθεια να μειώσουν το χρέος τους στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τον πρώτο λόγο στη συγκεκριμένη δραστηριότητα είχαν οι πιο ισχυρές οικονομίες, όπως Γερμανία και Βρετανία.
Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ιρλανδία, δηλαδή οι πέντε χώρες που βάλλονται περισσότερο από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, εκπροσώπησαν όλες μαζί λιγότερο από το 1% των συνολικών πωλήσεων, σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Χόλμπερτον, επικεφαλής του τμήματος ερευνών της CBRE.
«Σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως θα πρέπει να μειωθούν οι τιμές. Σε άλλες, εξακολουθεί να υφίσταται η βασική ανάγκη για την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου ελέγχου, προκειμένου να γίνει γνωστή η κρατική περιουσία που διαθέτουν οι χώρες, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να πωληθεί», ανέφερε o κ. Χόλμπερτον σε δηλώσεις του στο Reuters.
Ήδη διατυπώνονται κατηγορίες, ότι ορισμένες χώρες αντιστέκονται στην πώληση ακίνητης περιουσίας που ανήκει στο «φιλέτο» της κρατικής περιουσίας, υπό την αντίδραση εργατικών ενώσεων. «Είναι πραγματικά πιθανόν να μειωθούν οι τιμές στην περίπτωση δυσκολίας ανεύρεσης αγοραστών, οι οποίοι θεωρούν δύσκολη τη διευθέτηση της χρηματοδότησης του χρέους. Πολύ περισσότερο, η απουσία διαφάνειας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς ή τον κρατικό σχεδιασμό έχει αποθαρρύνει τους επίδοξους αγοραστές στην ελληνική αγορά real estate», σύμφωνα πάντα με την έκθεση της CBRE.
Τέλος, ο διευθύνων σύμβουλος του EFSF, Κλάους Ρέγκλιγκ, επισήμανε ότι η κρίση χρέους δεν μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω ισχυρότερων μηχανισμών στήριξης.