Στην επί τω χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την ελληνική οικονομία προχώρησε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην ετήσια έκθεση της ΤτΕ για την ελληνική οικονομία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, ο διοικητής της Τράπεζας, Γιώργος Προβόπουλος «υποβάθμισε» την εκτίμησή του για τη φετινή μείωση του ΑΕΠ κατά 4,5%, εκτιμώντας πλέον ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ θα πλησιάσει το 5%.
Ο κ. Προβόπουλος προβλέπει επίσης επάνοδο στην ανάπτυξη από τα τέλη του 2013, αλλά εκφράζει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει και να εξασφαλίσει βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία, με την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών και αξιοποίηση κοινοτικών πόρων και συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Προτείνει λιτό και σταθερό φορολογικό σύστημα ως μία από τις βασικές συνιστώσες στις οποίες μπορεί να στηριχθεί η ανάκαμψη της οικονομίας, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι η οικονομία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και θεωρεί απαραίτητη την τήρηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση.
«Δύο χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο, βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια νέα πρόκληση, ιδιαίτερα κρίσιμη για το μέλλον της χώρας», δήλωσε ο κ. Προβόπουλος στην 79η Ετήσια Γενική Συνέλευση των Μετόχων της ΤτΕ.
Παρά την πρόοδο που συντελέστηκε, ανέφερε ο κ. Προβόπουλος, οι ολιγωρίες, οι καθυστερήσεις και η ύφεση, κατά το ενδιάμεσο διάστημα, επιδείνωσαν τη δυναμική του δημόσιου χρέους και κατέστησαν αναπόφευκτη τη νέα συμφωνία χρηματοδοτικής στήριξης.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, η νέα συμφωνία και το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής διαμορφώνουν ευνοϊκότερες συνθήκες για τη συνέχιση της προσπάθειας και αποτελούν έμπρακτη απόδειξη της βούλησης των εταίρων μας να τη στηρίξουν. Από την άλλη πλευρά, το διεθνές περιβάλλον παραμένει ρευστό και εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και την εξέλιξη της κρίσης χρέους στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
«Αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα στο εσωτερικό και το εξωτερικό δεν επιτρέπουν καμία χαλάρωση ή εφησυχασμό», επισημαίνει ο κ. Προβόπουλος και προσθέτει πως για να αξιοποιηθεί η νέα ευκαιρία, πρέπει τώρα να εφαρμοστούν, χωρίς χρονοτριβή, όσα έχουν συμφωνηθεί και να καλυφθούν τα κενά που άφησαν οι καθυστερήσεις των προηγούμενων ετών. «Για την έξοδο από την κρίση δεν υπάρχει εύκολος δρόμος. Η προσαρμογή πρέπει να συνεχιστεί με αποφασιστικότητα», υπογράμμισε.
«Το ιστορικό διακύβευμα παραμένει και είναι καίριο: Συντεταγμένη και επίπονη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της οικονομίας εντός της ζώνης του ευρώ με τη συμπαράσταση των εταίρων μας ή άτακτη οπισθοδρόμηση, οικονομική και κοινωνική, δεκαετίες πίσω, που θα οδηγούσε τελικά τη χώρα εκτός της ζώνης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης;», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Προβλέψεις των βασικών μεγεθών για το 2012
Οι διαθέσιμοι βραχυχρόνιοι δείκτες για τους πρώτους μήνες του 2012 υποδηλώνουν ότι η ύφεση στη χώρα θα συνεχιστεί και φέτος.
– Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ θα πλησιάσει το 5%, δηλαδή η ύφεση θα είναι λιγότερο έντονη από ό,τι το 2011, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα θα εφαρμοστούν χωρίς καθυστέρηση.
– Το μέσο ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί εφέτος σε σύγκριση με το 2011 και θα υπερβεί το 19%, έναντι 17,7% πέρυσι.
– Η αναμενόμενη το 2012-13 μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, σε συνδυασμό και με την προβλεπόμενη εξέλιξη των τιμών, οδηγεί σε αισθητή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που θα συμβάλει σε άνοδο των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι έως το τέλος του 2012 θα έχουν ανακτηθεί τα 2/3 έως 3/4 της συνολικής απώλειας της ανταγωνιστικότητας κόστους της περιόδου 2001-2009. Επιπλέον, εντός του 2013 θα έχει ανακτηθεί πιθανόν ολόκληρη η απώλεια.
– Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να υποχωρήσει από 9,8% του ΑΕΠ το 2011 στο 7,5% περίπου το 2012, ενώ η υποχώρηση θα συνεχιστεί και τα επόμενα έτη.
– Τέλος, η πτωτική τάση του πληθωρισμού συνεχίζεται το 2012 και ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί γύρω στο 1,2%. Το 2013 ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω, ενδεχομένως και κάτω από το 0,5%.
.