Ο πρόεδρος και οι εργαζόμενοι στην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να ακυρωθεί, ως αντίθετη προς την ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία, η από 28 Φεβρουαρίου 2012 απόφαση των υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Οικονομικών, με την οποία καθορίζονται οι αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων.
Στις προσφυγές υποστηρίζεται ότι μετά την εφαρμογή της επίμαχης υπουργικής απόφασης οι αποδοχές των εργαζομένων στις Αρχές μειώθηκαν από 21,45% έως 56,54%, ανάλογα με το μισθολογικό κλιμάκιο και την κατηγορία κάθε απασχολούμενου σε αυτές.
Οι προσφεύγοντες στη Δικαιοσύνη τονίζουν ότι οι ανεξάρτητες Αρχές σύμφωνα με τους ιδρυτικούς τους νόμους, έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και δικό τους προϋπολογισμό. Ακόμη, οι απασχολούμενοι στην ΡΑΕ στρέφουν τα πυρά τους και κατά του νόμου που καθιέρωσε το ενιαίο μισθολόγιο: (Ν. 4024/2011: Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο και εργασιακή εφεδρεία).
Συγκεκριμένα, αναφέρει ο Σύλλογος Εργαζομένων στη ΡΑΕ ότι υπό το πρίσμα του Ευρωπαϊκού δικαίου «δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το κράτος επί της Αρχής δεν μπορεί να επικαθορίζει τους μισθούς του προσωπικού της κατοχυρωμένης ανεξάρτητης ρυθμιστικής Αρχής, η οποία εντός του πλαισίου του προϋπολογισμού της, ο οποίος αφορά ίδιους πόρους, διαθέτει αυτονομία στη διαχείρισή τους και εμπεριέχει άλλωστε τις απαραίτητες προβλέψεις περί μισθοδοσίας του προσωπικού της Αρχής, έχει οικονομική αυτοτέλεια και άρα τόσο η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 4024/2011 όσο και η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη είναι αντίθετη στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον βαθμό που παρέχουν στο κράτος τη δυνατότητα μονομερούς καθορισμού αποδοχών του προσωπικού της ΡΑΕ».