Φώς σε σκάνδαλο στις εφορίες έριξε το υπουργείο Οικονομικών καθώς σε κεντρικό επίπεδο διαπιστώθηκε ότι σε δεκάδες περιπτώσεις δεν κοινοποιήθηκαν εμπρόθεσμα στις υπηρεσίες αιτήματα για άρση των κυρώσεων (δέσμευση καταθέσεων, περιουσίας κλπ) που είχαν επιβληθεί σε μεγαλο-οφειλέτες με αποτέλεσμα να παρέλθει η σχετική τρίμηνη προθεσμία, οι αρχικές αποφάσεις να καταπέσουν και χρήματα και οφειλέτες να εξαφανιστούν.
Η αποκάλυψη έγινε μετά την επείγουσα εγκύκλιο που απέστειλε πριν από 6 ημέρες ο υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Ζαννιάς σε όλες τις ΔΟΥ και το ΣΔΟΕ.
Στην εγκύκλιο με θέμα «παροχή οδηγιών σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου» αναφέρονται τα εξής εξωφρενικά:
«Επί του ανωτέρω θέματος σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, ο φορολογούμενος σε βάρος του οποίου έχουν εφαρμοσθεί τα μέτρα του ως άνω άρθρου μπορεί να ζητήσει με αίτησή του στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέσω της αρμόδιας για την έκδοση των πράξεων φορολογικής αρχής, την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων.
Εφιστούμε την προσοχή σας στην έγκαιρη αποστολή των αιτημάτων αυτών, καθόσον έχει παρατηρηθεί ότι αποστέλλονται στην Υπηρεσία μας με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να εκπνέει η προθεσμία των τριών μηνών, εντός της οποίας πρέπει να αποφανθεί ο Υπουργός Οικονομικών επί της αιτήσεως του ενδιαφερόμενου προς άρσης των μέτρων.
Τονίζεται ότι, η παραπάνω προθεσμία αναφέρεται ρητά στην 293/2007 γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., που έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. ‘Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια ως άνω γνωμοδότηση μετά την, εκ της παρελεύσεως άπρακτου τριμήνου από την κατάθεση της αιτήσεως, τεκμαιρομένη σιωπηρή απόρριψή της από τον Υπουργό, αυτός στερείται πλέον της εξουσίας επανεξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως των μέτρων, διότι η αρμοδιότητά του έχει εξαντληθεί κατά χρόνο.
Το αυτό δε, προφανώς ισχύει και στην περίπτωση υπαγωγής της υποθέσεως στα διοικητικά δικαστήρια μετά την άσκηση προσφυγής κατά της σιωπηρής αρνητικής απαντήσεως επί του αιτήματος άρσεως των μέτρων.
Αρμοδιότητα, συνεπώς, ελέγχου της νομιμότητας επιβολής των μέτρων έχουν στις περιπτώσεις αυτές αποκλειστικώς τα διοικητικά δικαστήρια δικάζοντας επί σχετικής προσφυγής, του Υπουργού υποχρεούμενου μόνο σε συμμόρφωση επί εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως είτε επί ακυρώσεως των μέτρων και της απορριπτικής του απαντήσεως (ρητής ή σιωπηρής) είτε εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως επί των συναφών και κυρίων φορολογικών πράξεων, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.
2. Περαιτέρω, στην ίδια ως άνω γνωμοδότηση διευκρινίζεται ότι, λόγω της συνδέσεως των μέτρων με τις φορολογικές οφειλές και παραβάσεις που προκύπτουν από τη σχετική Ειδική Έκθεση Ελέγχου, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διερεύνησης των κυρίως φορολογικών διαφορών, τα μέτρα διασφαλίσεως των συμφερόντων του Δημοσίου ισχύουν, εφόσον το ουσιαστικό τους υπόβαθρο συνεχίζει να υφίσταται.
Δηλαδή, οι οφειλές και οι παραβάσεις που έχουν διαπιστωθεί, καθώς και οι συναφείς, και υποκείμενες σε δικαστικό έλεγχο κύριες πράξεις επιβολής προστίμων ή καταλογισμού παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων κ.λπ. των φορολογικών αρχών παραμένουν έγκυρες και ισχυρές κατά το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Τούτο δεν ισχύει όταν οι κύριες αυτές πράξεις έχουν ακυρωθεί βάσει πρωτόδικων, δικαστικών αποφάσεων, που αποφαίνονται επί της ουσίας των υποθέσεων, με συνέπεια τα μέτρα να πρέπει να αρθούν σε συμμόρφωση πλέον της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, εκδιδομένης σχετικής διαπιστωτικής πράξεως.
Προϋποθέσεις
Ενόψει δηλαδή του προαναφερθέντος σκοπού των μέτρων, για την άρση τους πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) σύμπτωση μεταξύ των στοιχείων και των λόγων λήψεως των μέτρων και του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων για τα κύρια φορολογικά αντικείμενα,
β) οι λόγοι ακυρώσεως αφορούν στην ουσία της υποθέσεως, δηλ. στη μη τέλεση των παραβάσεων από τον ελεγχόμενο ή/και την αναγνώριση από το Διοικητικό Δικαστήριο ελλείψεως οφειλής από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους κ.λπ. φόρους και όχι σε έλλειψη τύπου ή σε νομική πλημμέλεια των πράξεων και
γ) δεν έχει επιτευχθεί από τη φορολογική αρχή, κατά τις διατάξεις του Κ.Δ.Δ., αναστολή εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως για τις πράξεις προσδιορισμού φόρων και επιβολής προστίμων μέχρι την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί ασκηθέντος εκ μέρους της ένδικου μέσου, οπότε αυτές παραμένουν αλώβητες μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως.
Στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση ενεργώντας αυτεπαγγέλτως υποχρεούται στην αναγνώριση της άρσεώς τους λόγω ελλείψεως συγκεκριμένου προστατευτέου στο στάδιο αυτό εννόμου συμφέροντος του Δημοσίου, μη παρεχομένου από το νόμο άλλου τρόπου ανατροπής των αποτελεσμάτων των μέτρων.
Επομένως, εάν έχουν εκδοθεί υπέρ των φορολογουμένων επιχειρήσεων ή/και των νομίμων εκπροσώπων δικαστικές αποφάσεις που ακυρώνουν τις σχετικές με τα μετρά καταλογιστικές πράξεις δικάζοντας επί της ουσίας, συντρέχει λόγος άρσεως των μέτρων που έχουν ληφθεί σε βάρος τους, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν και οι προαναφερθείσες λοιπές προϋποθέσεις.
Συνεπώς, στις παραπάνω περιπτώσεις προκειμένου να ανατραπεί η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες ακυρώνονται οι κύριες πράξεις και κατ επέκταση τα εν λόγω μέτρα, εφιστούμε την προσοχή σας ώστε παράλληλα με την άσκηση του κύριου ένδικου μέσου κατά των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν τις κύριες καταλογιστικές πράξεις, να προβείτε στις δέουσες ενέργειες για την αναστολή εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, ζητώντας συγχρόνως και την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης αυτών, μέχρι την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί του ασκηθέντος ένδικου μέσου.
3. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 51 του ν. 3900/2010, για την εκδίκαση των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 και αφορούν τη λήψη μέτρων προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, η αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στον Πρόεδρο Πρωτοδικών του Διοικητικού Πρωτοδικείου και άσκηση έφεσης κατά της απόφασής του δεν χωρεί.
Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι, από τις παραπάνω διατάξεις ουδόλως εθίγη η κατ’ άρθρο 53 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 δυνατότητα άσκησης αιτήσεως αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο αυτό».