Την αντίθεσή του στην παροχή ευρωπαϊκής βοήθειας προς την Ελλάδα και σε άλλες χώρες μέλη της ευρωζώνης διατύπωσε σήμερα στις Βρυξέλλες o καθηγητής Μάρκους Κέρμπερ, ο οποίος είναι ο κύριος εμπνευστής της προσφυγής, που κατέθεσαν Γερμανοί νομικοί στο Ανώτατο Συνταγματικό της Γερμανίας, κατά της απόφασης για παροχή βοήθειας στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, θέμα της εκδήλωσης που διοργάνωσε η δεξαμενή σκέψης «Open Europe» ήταν «Θα θέσει ένα τέλος το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στα ευρωπαϊκά προγράμματα διάσωσης;»
Αναφερόμενος στο πολιτικό πλαίσιο των αποφάσεων της ΕΕ, που ξεκίνησαν με την απόφαση για παροχή βοήθειας στην Ελλάδα και πρόσφατα στην Ιρλανδία, ο κ. Κέρμπερ τόνισε ότι όλες αυτές οι κινήσεις καταδεικνύουν ότι η ευρωπαϊκή ελίτ φαίνεται αποφασισμένη να πράξει οτιδήποτε μπορεί, με τα χρήματα των ευρωπαίων πολιτών, για να διασώσει κάποιες χώρες, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου. Δήλωσε επίσης ότι λυπάται πολύ για το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Συνθήκη έχει μεταβληθεί σε «χαλαρό νομοθετικό κείμενο», ενώ πλέον είναι κοινός τόπος η «αποτυχία» εφαρμογής της Συνθήκης, καθώς και η παραβίαση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Στη συνέχεια, ο κ. Κέρμπερ καταφέρθηκε με σφοδρότητα κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σχολιάζοντας ότι έχει υπερβεί κατάφωρα το θεσμικό της ρόλο και έχει μεταβληθεί σε κυβέρνηση. Αναφερόμενος στην παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, είπε ότι αποτελεί παραβίαση της ρήτρας «μη διάσωσης» και ότι θα προκαλέσει απίστευτες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις οικονομικές αγορές και αγορές κεφαλαίων.
Σχολιάζοντας τη στάση της ΕΚΤ, που αγοράζει ομόλογα των χωρών που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, όπως της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, είπε ότι πρόκειται περί «σκανδαλώδους παραβίασης» των κανόνων λειτουργίας της καθώς επεμβαίνει απροκάλυπτα στις αγορές με κριτήρια καθαρά «δημοσιονομικά». Το αποτέλεσμα, ανέφερε, είναι ότι διατηρεί με τεχνητό τρόπο το ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα και παράλληλα συντηρεί ανισορροπίες μέσα στην ευρωζώνη, που αργά ή γρήγορα θα εκδηλώσουν τις συνέπειές τους. Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι με το να αγοράζει «ομόλογα- σκουπίδια» χρησιμεύει ως πυροσβεστική υπηρεσία για τα τραπεζικά συστήματα που έχουν αποτύχει.
Αναφερόμενος στην απόφαση δημιουργίας της ΟΝΕ, είπε ότι δυστυχώς δεν ελήφθη υπόψη το σημαντικότερο κριτήριο, που ήταν το επίπεδο ανταγωνιστικότητας μιας χώρας και ότι χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτό αποτελεί η Πορτογαλία που ενώ τα τελευταία χρόνια έχανε σε ανταγωνιστικότητα, παρέμεινε παγιδευμένη μέσα στην ευρωζώνη ενώ τώρα το άμεσο συμφέρον της θα ήταν να βγει εκτός ευρωζώνης και να υποτιμήσει το νόμισμά της.
Αναφορικά με την προσφυγή που έχει καταθέσει ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, είπε ότι είναι αισιόδοξος καθώς το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει εάν υπήρξε παραβίαση δύο βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων:
– Του θεμελιώδους δικαιώματος στα χρήματα και στην περιουσία των Γερμανών πολιτών από το κράτος.
-Του δικαιώματος της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών, καθώς οι εξουσίες δεν μπορούν και δεν πρέπει να μεταβιβάζονται χωρίς όρια προς την ΕΕ χωρίς τη σχετική εξουσιοδότηση.
Σημείωσε επίσης ότι, κατά την άποψή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας θα έπρεπε να παραπέμψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τα παραπάνω ερωτήματα, με δεδομένο ότι παρατηρείται τώρα μία θεμελιώδης μεταβολή του ευρωπαϊκού πρωτογενούς δικαίου. Τόνισε, επιπλέον, ότι το μεγάλο ερώτημα που τίθεται τώρα είναι ότι «εάν πούμε ναι και στην Πορτογαλία, πώς θα πούμε αύριο όχι σε μία μεγαλύτερη χώρα;» και ότι έχει καταρριφθεί στην πράξη το επιχείρημα ότι η περίπτωση της Ελλάδας ήταν «μοναδική και επείγουσα περίπτωση», όπως υποστηριζόταν το περασμένο καλοκαίρι. Επίσης είπε ότι στη Γερμανία παρατηρείται μία διαρκής αύξηση της δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης κατά των αποφάσεων της Γερμανίας και της Ευρώπης.
Αναφερόμενος, στη συνέχεια, στις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρατήρησε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα μία πολύ σοβαρή κρίση και αυτό οφείλεται σε αποτυχία της πολιτικής, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτή η κρίση όμως, είπε, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνενοχή. Η Ευρώπη, ανέφερε, χρειάζεται ριζικές θεσμικές αλλαγές αλλά και αλλαγές προσώπων καθώς με πρόσωπα όπως ο κ. Μπαρόζο και ο κ. Τρισέ, τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο.
Κατά την άποψή του θα πρέπει να υπάρξει διαδικασία που να επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να φεύγει από την ευρωζώνη και ότι μάλιστα αυτό θα συμβούλευε ιδιαίτερα στην Πορτογαλία. Επιπλέον χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα σύστημα αυστηρών αλλά και αυτόματων ποινών, το οποίο βέβαια είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί καθώς η Γαλλία αντιτίθεται σε αυτό με δριμύτητα. Παρατήρησε μάλιστα ότι με τη Γαλλία, η αναθεώρηση της ΟΝΕ είναι αδύνατη.
Στη συζήτηση που ακολούθησε και σε ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με τις κυρώσεις, ο κ. Κέρμπερ είπε ότι οι κυρώσεις όταν έρχονται πολύ αργά, δεν έχουν καμία πλέον σημασία και αυτό συμβαίνει ακριβώς στην περίπτωση της Ελλάδας, που όποια κύρωση και να της επιβληθεί, δεν μπορεί να αλλάξει κάτι στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται. Δήλωσε επίσης ότι κατά την άποψή του, οι κυρώσεις δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομικές αλλά πρέπει να περιλαμβάνουν και την απώλεια δικαιώματος ψήφου στο Συμβούλιο. Σε παρατήρηση ότι η απώλεια ψήφου δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική γιατί πολλές φορές στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή οι χώρες δεν ψηφίζουν για όλα τα ζητήματα, απάντησε ότι η απώλεια του δικαιώματος ψήφου έχει μεγάλη σημασία για ένα κράτος γιατί χάνει τη δυνατότητα να «ανταλλάσσει την ψήφο του με θέματα που το ενδιαφέρουν» και είπε ότι αυτό έπραττε η Ελλάδα.
Σε άλλη ερώτηση σχετικά με το τι όφειλε να πράξει η Ευρωπαϊκή Ένωση με τα κράτη που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, απάντησε ότι στην περίπτωση της Ελλάδας που ήταν και η πρώτη, έπρεπε να την αφήσουν να αποχωρήσει από την ευρωζώνη ώστε να αποτελέσει και παράδειγμα για τις άλλες χώρες. Είπε χαρακτηριστικά ότι «η συνεισφορά της Ελλάδας στο κοινοτικό ΑΕΠ ανέρχεται στο 1,1%. Επομένως δεν θα ήταν και μεγάλη απώλεια εάν έφευγε από την ευρωζώνη».
Σε ερώτηση σχετική με την Πορτογαλία, ο κ. Κέρμπερ απάντησε ότι χρειάζεται να ξεχωρίσουμε την κάθε περίπτωση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως είπε, «είχαμε τις χειρότερες κυβερνήσεις που μπορεί κανείς να φανταστεί, οι οποίες ξόδευαν τα χρήματα της ΟΝΕ προκειμένου να επανεκλεγούν».