Έντονη κριτική στου πολιτικούς της χώρας ασκεί η Alpha Bank σε ανάλυσή της, υπογραμμίζοντας ότι παραμένουν ανυποψίαστοι για τους κινδύνους κατάρρευσης που ελλοχεύουν.
Στην εβδομαδιαία της ανάλυση η τράπεζα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Σε ένα διεθνές περιβάλλον οξυμένης αβεβαιότητας, επιχειρείται, σήμερα, μια ανάσχεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, παρά την πρόοδο που σημειώνεται στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού το Α΄ εξάμηνο του 2012 και παρά την ανάγκη για επιτάχυνση της λήψης μέτρων λόγω των καθυστερήσεων που έφερε η κυβερνητική απραξία κατά την περίοδο των εκλογικών αναμετρήσεων».
Επίσης, οι οικονομολόγοι της τράπεζας σημειώνουν ότι «θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι χωρίς να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας, καμία επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου δεν είναι εφικτή».
Σύμφωνα πάλι με την Alpha Bank, η επαναδιαπραγμάτευση θα είχε έννοια εάν περιοριζόταν σε μέτρα τόνωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας ώστε να ελαφρυνθεί το κόστος της προσαρμογής, που, σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη να γίνει.
Η ανάλυση της τράπεζας έχει ως εξής:
«Ουδέποτε τόσοι πολλοί έχουν επενδύσει τόσα πολλά σε μια ιδέα (της επαναδιαπραγμάτευσης) που έχει τόσο αβέβαια απόδοση. Η επαναδιαπραγμάτευση είναι σήμερα το τελευταίο καταφύγιο εκείνων που, αντί να κάνουν την δουλειά τους για να βγει η χώρα μια ώρα γρηγορότερα από την κρίση, αρκούνται σε εύκολες και μαγικές λύσεις. Εμφανιζόμεθα διεθνώς ως κακομαθημένα παιδιά που δεν θέλουν να μεγαλώσουν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Πιστεύουμε λανθασμένα ότι τα προβλήματά μας πρέπει να επιλυθούν από άλλους. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί. Δεν μπορεί να λοιδορείται ο υπουργός Οικονομικών που, από τα τάρταρα της εθνικής απαξίας, προσπαθεί να αποκαταστήσει το κύρος της χώρας. Η επαναδιαπραγμάτευση έχει έννοια μόνο μεταξύ αξιόπιστων συνομιλητών, που μπορούν να δεσμεύουν τις χώρες τους και να πραγματοποιούν τις υποσχέσεις που δίνουν.
Το πολιτικό προσωπικό που διαφεντεύει τις τύχες της χώρας παραμένει εν πολλοίς ανυποψίαστο για τους κινδύνους κατάρρευσης που ελλοχεύουν, εάν δεν συνεχισθεί με συνέπεια η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Η κυβερνητική πλειοψηφία κυβερνά με πρόγραμμα τις προεκλογικές εξαγγελίες των διαφόρων κομμάτων που την απαρτίζουν και που στην πλειονότητά τους συνιστούν ανατροπή των συμφωνηθέντων με τις χώρες που χρηματοδοτούν τα ελλείμματά μας.
Η αντιπολίτευση υπερθεματίζει επιδιώκοντας την επαναφορά στα προ Μνημονίου δεδομένα. Η όλη κατάσταση θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο με τον λαγό και το λιοντάρι. Σε ένα διεθνές περιβάλλον οξυμένης αβεβαιότητας, επιχειρείται, σήμερα, μια ανάσχεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, παρά την πρόοδο που σημειώνεται στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού το Α΄ εξάμηνο του 2012 και παρά την ανάγκη για επιτάχυνση της λήψης μέτρων λόγω των καθυστερήσεων που έφερε η κυβερνητική απραξία κατά την περίοδο των εκλογικών αναμετρήσεων.
Η επαναδιαπραγμάτευση εστιάζει στην επιμήκυνση της περιόδου προσαρμογής και στην αντικατάσταση συμφωνηθέντων μέτρων με άλλα ισοδύναμης απόδοσης. Με την επιμήκυνση, όμως, μετατίθεται χρονικά και η έλευση της ανάκαμψης της οικονομίας, καθώς η όποια τόνωση της ζήτησης θα είναι αναιμική και δεν πρόκειται αφεαυτής να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να οδηγήσει σε ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Η δε αναζήτηση ισοδύναμων μέτρων συνιστά το ισοδύναμο της αναζήτησης του Ιερού Δισκοπότηρου, ως εάν τα εναλλακτικά μέτρα αυτά να είναι ανώδυνα και να μην έχουν υφεσιακές επιπτώσεις που έχουν τα υπό αντικατάσταση μέτρα. Τα ισοδύναμα δεν είναι πανάκεια. Κορυφαίο διαχρονικά ισοδύναμο είναι οι δαπάνες του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, που αν και έχουν άμεσο αναπτυξιακό χαρακτήρα, περικόπτονται για να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου.
Τα περισσότερα μέτρα οριζόντιας επίπτωσης που έχουν συμφωνηθεί είναι λύσεις ανάγκης επειδή υπάρχει δυστοκία στην εξεύρεση μέτρων ισοδύναμης απόδοσης ή δεν προτείνονται μέτρα όπου να διαφοροποιείται η επίπτωση αναλόγως επιπέδου εισοδήματος, εξειδίκευσης και/ή ευθύνης των θιγομένων.
Επιτέλους, πρέπει να ειπωθεί ευθαρσώς ότι καλώς γίνεται η μείωση της σπατάλης και η εξάλειψη της διαφθοράς στην Υγεία και στην φαρμακευτική δαπάνη, καλώς μεθοδεύεται η αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου καυσίμων με την εξίσωση των φόρων στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, καλώς επιδιώκεται η αύξηση της φορολογίας στην περιουσία από το παρόν αντικοινωνικά χαμηλό επίπεδο με την επιβολή του αποτελεσματικού τέλους ακινήτων μέσω λογαριασμού ΔΕΗ, καλώς έγινε η μείωση του αφορολογήτου στις 5.000 ευρώ για να παταχθεί η φοροδιαφυγή, καλώς μειώνονται οι αποδοχές στα ειδικά μισθολόγια (αλήθεια ποιοι είναι οι εργαζόμενοι ενός κατώτερου θεού των οποίων οι αμοιβές θα περικοπούν για να διασωθούν τα ειδικά μισθολόγια ή πως θα αυξηθεί το επίδομα ανεργίας εάν δεν απελευθερωθούν πόροι;), καλώς καταργούνται οι φοροαπαλλαγές και τα ειδικά καθεστώτα προς προνομιούχους, καλώς μπαίνει φρένο στην ληστρική επιδρομή επιτηδείων στα κοινωνικά επιδόματα, καλώς μπαίνει τέλος στις πλασματικές γεωργικές αποζημιώσεις, καλώς επιχειρείται η κατάργηση προνομίων των κλειστών επαγγελμάτων για να μειωθεί το κόστος συναλλαγών, κ.ο.κ.
Γιατί όλα αυτά, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά απόδειξη της ιδιοκτησίας του προγράμματος προσαρμογής από την Κυβέρνηση.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι χωρίς να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας, καμία επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου δεν είναι εφικτή. Η επαναδιαπραγμάτευση θα είχε έννοια εάν περιοριζόταν σε μέτρα τόνωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας ώστε να ελαφρυνθεί το κόστος της προσαρμογής που, σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητη να γίνει.
Η κυβέρνηση θα έπρεπε να κατευθύνει όλο τον επαναδιαπραγματευτικό ενθουσιασμό της στην επανεκκίνηση των έργων υποδομής που έχουν σταματήσει με χρήση νέων πόρων και χρηματοοικονομικών εργαλείων, στην άμεση απορρόφηση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων με καινοτόμους τρόπους, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων μέσω των αποκρατικοποιήσεων και μέσω εξασφάλισης εγγυήσεων για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων για έργα υποδομής, στην ανακούφιση της ανεργίας μέσω χρονικής επέκτασης της καταβολής του επιδόματος ανεργίας και μέσω ενεργητικών δράσεων μείωσης της ανεργίας των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, κ.ο.κ. Αυτά είναι που θα σηματοδοτήσουν την ανάκαμψη και θα οδηγήσουν στην αντίστροφη μέτρηση για την επαναφορά της αναπτυξιακής ομαλότητας στην οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, η όποια προσπάθεια για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο το χρονοδιάγραμμα της καταβολής των επόμενων δόσεων της χρηματοδοτικής βοήθειας. Αυτό θα δημιουργούσε σημαντικές καθυστερήσεις όσον αφορά στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, την πληρωμή των ληξιπροθέσμων οφειλών του δημοσίου προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ύψους 6,8 δισ. ευρώ, και την αποπληρωμή των εντόκων γραμματίων ύψους 9,1 δισ. ευρώ. Χωρίς τις ανωτέρω εισροές, και την γενικότερη ενίσχυση της ρευστότητας που θα επέφεραν, η επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας θα καθυστερούσε, απομακρύνοντας έτη περαιτέρω την ανάκαμψη της οικονομίας».