Εγκρίθηκαν χθες από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οι αλλαγές στους κανονισμούς παρακολούθησης των οικονομιών παγκοσμίως.
Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ αποφάσισε την υποχρεωτική αξιολόγηση για το αν η πολιτική γραμμή κάποιας χώρας επηρεάζει το διεθνές νομισματικό σύστημα.
Μέχρι πρότινος το ΔΝΤ έκανε τις αξιολογήσεις αυτοπροαίρετα, αλλά η οικονομική κρίση έδειξε ότι οι πολιτικές μιας χώρας μπορούν εύκολα να επηρεάσουν και άλλα κράτη.
«Αν και η επιτήρηση της τακτικής που ακολουθεί κάθε μέλος για την τιμή συναλλάγματος παραμένει στο επίκεντρο του Ταμείου, η νέα απόφαση θα παρέχει μια βάση για το ΔΝΤ ώστε να έχει μια πιο αποτελεσματική συνεργασία με τα μέλη όσον αφορά στην εγχώρια οικονομία και τις οικονομικές τακτικές», δήλωσε η επικεφαλής του Οργανισμού, Κριστίν Λαγκάρντ.
«Η απόφαση», πρόσθεσε, «ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την “επανεκκίνηση” του τρόπου με τον οποίο το ΔΝΤ διεξάγει την επιτήρηση, την παρακολούθηση και αξιολόγηση των οικονομιών των μελών του, αλλά και τωνν οικονομικών και χρηματοοικονομικών εξελίξεων».
Εξάλλου, σε έκθεσή του για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη το ΔΝΤ ζητεί από την ΕΕ την ανάληψη αποφασιστικής δράσης μέσω της δημιουργίας μιας τραπεζικής και δημοσιονομικής ένωσης, προειδοποιώντας ότι η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη έχει φτάσει σε «κρίσιμο σημείο».
Όπως επισημαίνει οι αρνητικές συσχετίσεις ανάμεσα στα δημοσιονομικά των κρατών, τις τράπεζες και την πραγματική οικονομία είναι πιο ισχυρές από ποτέ. Προβάλλει έτσι την ανάγκη δημιουργίας μιας τραπεζικής ένωσης σε επίπεδο Ευρωζώνης, η οποία θα έχει κοινή επίβλεψη, εγγύηση των καταθέσεων και μια αρχή που θα είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση των ανεπαρκειών των τραπεζών. Παράλληλα, χαιρετίζει την πρόοδο που έγινε προς αυτήν την κατεύθυνση κατά τη Σύνοδο Κορυφής της 28ης και της 29ης Ιουνίου, προσθέτοντας πάντως ότι οι προσπάθειες αυτές πρέπει να ενισχυθούν.
Στην έκθεση τονίζεται επίσης ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η ΕΚΤ στην παροχή ρευστότητας και στη λήψη μέτρων που θα ελαφρύνουν την πίεση των αγορών. Αυτό, όπως εξηγεί το ΔΝΤ μπορεί να γίνει με μια πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» από την πλευρά της ΕΚΤ, μέσω ενός προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων.