Ως «μονόδρομο» χαρακτήρισαν, τη λύση που προτιμήθηκε για την Αγροτική Τράπεζα, ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας και ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιώργος Προβόπουλος.
Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχε αποφασίσει ότι μετά το τέλος Ιουλίου δεν θα μπορούσε να παρέχει ρευστότητα στην ΑΤΕ, υποστήριξε ο Γιώργος Προβόπουλος, μιλώντας στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Ο λόγος ήταν, συμπλήρωσε, πως η ΑΤΕ ήταν σημαντικά υποκεφαλαιοποιημένη, δεν ήταν βιώσιμη και δεν υπήρχε προοπτική ο βασικός μέτοχος να την ανακεφαλαιοποιήσει.
Αν δεν εφαρμόζονταν επομένως τα μέτρα εξυγίανσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα διέκοπτε την παροχή ρευστότητας, ύψους 6,3 δισ. ευρώ, πρόσθεσε, και συμπλήρωσε πως αν διακοπτόταν η παροχή ρευστότητας, η Αγροτική θα έκλεινε αμέσως. “Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να έχουμε πάνω από 5.000 ακόμη ανέργους, ενώ θα έπρεπε να βρεθούν 14 δισ. ευρώ για την αποζημίωση των καταθετών και άλλα 6,3 δισ. ευρώ για την επιστροφή της ρευστότητας στο ευρωσύστημα, συνολικά πάνω από 20 δισ. ευρώ”.
Ο κ. Προβόπουλος υποστήριξε επίσης ότι η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ δεν ήταν βιώσιμη και εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα, γεγονός που αποδείχθηκε όταν κατετάγη στην τελευταία θέση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή το 2011, μεταξύ 91 μεγάλων τραπεζών.
Όπως είπε ο επικεφαλής της ΤτΕ, εξαιτίας των αδυναμιών και των χρονίως αδύνατων επιδόσεων, ορισμένοι εκπρόσωποι της τρόικας θεωρούσαν ότι η Αγροτική έπρεπε να κλείσει. Η άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος (αλλά και της κυβέρνησης) ήταν ότι μια τέτοια λύση θα έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί, ιδιαίτερα για λόγους συστημικής σταθερότητας και κόστους.
Αν η ανακεφαλαιοποίησή της ήταν εφικτή, συμπλήρωσε, θα απαιτούνταν 5 δισ. ευρώ. “Και σημειώστε ότι ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαιακών αυτών αναγκών δεν εξηγείται από το PSI, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά από το δανειακό χαρτοφυλάκιο”.
“Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έγιναν αλλεπάλληλες ενέσεις κεφαλαίων στην ΑΤΕ, που σωρευτικά ανέρχονται σε 4 δισ. ευρώ. Σε σημερινές μάλιστα τιμές ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι αδύναμες επιδόσεις της τράπεζας δημιούργησαν σωρευτικές ζημίες 4,9 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ο Έλληνας φορολογούμενος όχι μόνο είχε αρνητική απόδοση για τα χρήματα που έβαλε, αλλά επιπλέον θα εκαλείτο να βάλει και άλλα 5 δισ. ευρώ για να καλύψει τη μαύρη τρύπα της περιόδου αυτής και να συνεχίσει η τράπεζα τη λειτουργία της. Ανεβάζοντας, έτσι, το συνολικό κόστος για τον Έλληνα φορολογούμενο στα 10 περίπου δισ. ευρώ”, είπε ο κ. Προβόπουλος και συμπλήρωσε ότι μόνο το 13% των χορηγήσεων κατευθύνεται στους αγρότες και τους συνεταιρισμούς.
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, από τις έρευνες που έγιναν και από ανεξάρτητους οίκους, προέκυψε ότι η καλύτερη λύση είναι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων γιατί:
Πρώτον, αποτελεί μόνιμη-βιώσιμη λύση σε σύγκριση με την ίδρυση μεταβατικής τράπεζας, όπου θα έπρεπε να βρεθεί σύντομα ιδιώτης αγοραστής.
Δεύτερον, δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην δραστική μείωση του προσωπικού και του δικτύου, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση της μεταβατικής τράπεζας.
Τρίτον, επιταχύνει την προσαρμογή της εταιρικής κουλτούρας και αναβαθμίζει την αποτελεσματικότητα του μεταβιβαζόμενου υγιούς τμήματος.
Τέταρτον, ενέχει το μικρότερο τελικό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη και την ενίσχυση της μελλοντικής κερδοφορίας λόγω συνεργειών.
Πέμπτον, συντρέχει μειωμένος κίνδυνος επιπρόσθετων αναγκών ανακεφαλαιοποίησης στο μέλλον. Διότι εάν δεν βρισκόταν ενδιαφερόμενος επενδυτής σύντομα να αποκτήσει τη μεταβατική τράπεζα η τελευταία θα χρειαζόταν αργά ή γρήγορα και νέα κεφάλαια.
Τέλος, ενώ το χρηματοδοτικό κόστος εμφανίζεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι το ίδιο και στις δύο λύσεις, στην πραγματικότητα το τελικό πραγματικό κόστος θα είναι χαμηλότερο στην περίπτωση της μεταβίβασης. Διότι τις συνέργειες που θα επιτευχθούν θα τις καρπωθεί πρωτίστως ο κύριος μέτοχος της Τράπεζας Πειραιώς. Που δεν είναι άλλος από το ελληνικό δημόσιο, μέσω του ΤΧΣ.
Συμπλήρωσε επίσης ότι η διαδικασία μεταφοράς των υγιών στοιχείων πραγματοποιήθηκε βάσει προσωρινής αποτίμησης, όπως ορίζει ο νόμος.
Απαντώντας σε σχόλια αναφορικά με τη διαφάνεια της διαδικασίας σημείωσε ότι «εξ ορισμού η μεταβίβαση μιας ασθενούς τράπεζας πρέπει να γίνεται σε συνθήκες εμπιστευτικότητας. Ειδάλλως, θα προκαλείτο πανικός στους καταθέτες, με αρνητικές συνέπειες για ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία. Αυτό ακριβώς δηλαδή που επιδιώκαμε να αποφύγουμε με την έγκαιρη εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης. Ο νόμος άλλωστε είναι απολύτως σαφής και κατοχυρώνει το απόρρητο της διαδικασίας, προβλέποντας μάλιστα υψηλά πρόστιμα».