«Ωρα μηδέν» για την ελληνική οικονομία, με την Ε.Ε. να καλείται να αποφασίσει σε λίγες εβδομάδες εάν η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό την προστασία των δανειστών της.
Oλοι οι «δρόμοι» οδηγούν στον απολύτως κρίσιμο για τη χώρα μας Σεπτέμβριο.
Σύμφωνα με την imerisia.gr, τότε θα κριθεί η εκταμίευση της επόμενης δόσης ενώ οι σαρωτικές αλλαγές που όλοι ελπίζουν πως θα δρομολογηθούν, δρομολογούνται για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, θα καθορίσουν τις αναπόφευκτες διαπραγματεύσεις για χρονική παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής, ίσως όμως και για μια νέα συμφωνία για το ελληνικό χρέος.
Την ώρα που στην Ε.Ε. κορυφώνεται το debate για το εάν η Ευρωζώνη μπορεί να αντέξει το κόστος μιας Grexit -την οποία ο Economist κοστολογώντας την στα 320 δισ. ευρώ θεωρεί ως πιο ακριβή λύση για τη Γερμανία σε σχέση με μια απόφαση για βαθύτερη ενοποίηση στην Ευρωπαϊκή Ενωση που δεν θα ενέχει και το πολιτικό ρίσκο μιας «βαλκανικής κόλασης»- στην Αθήνα δίνεται μάχη με το χρόνο για να «κλειδώσει» με όσο το δυνατόν μικρότερους πολιτικούς και κοινωνικούς κραδασμούς το πακέτο των 11,5 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση σπεύδει να οριστικοποιήσει το αργότερο έως το τέλος Αυγούστου τη λίστα με τις προτάσεις της για τις επώδυνες περικοπές των 11,5 δισ. ευρώ, τα «διαπιστευτήρια» για την εκταμίευση της επόμενης δόσης -χωρίς την οποία η χώρα πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσει στάση πληρωμών- αλλά και για την όποια διαπραγμάτευση περί παράτασης του χρόνου προσαρμογής και νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
«Η διασφάλιση επιπλέον χρόνου προσαρμογής έχει ισχυρή δόση ρεαλισμού» εκτιμά πηγή με ουσιαστική εμπειρία τα τελευταία χρόνια στο τερέν των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες, τονίζοντας όμως με νόημα πως ακόμη και για αυτό το αίτημα υπάρχουν περιοριστικοί παράγοντες που εντείνουν το βαθμό δυσκολίας και έχουν να κάνουν κυρίως με τη διεξαγωγή εκλογών στην Ολλανδία και τη Γερμανία. «Η παράταση δεν είναι η λύση αλλά είναι μια ζωτική ελάφρυνση για την Ελλάδα» σημειώνει η ίδια πηγή που εκτιμά ωστόσο πως τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο στο «μέτωπο» μιας νέας ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
«Εκεί θα έδινα περισσότερες πιθανότητες εάν επιτευχθεί κάτι να περιοριστεί σε απώλειες από την πλευρά της ΕΚΤ. Εάν ετίθετο θέμα να υποστούν απώλειες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αυτό θα ερχόταν με όρους για την Ελλάδα που δεν θα έχουν ιστορικό προηγούμενο», υποστηρίζει σπεύδοντας πάντως να υπογραμμίσει τη μεγάλη ρευστότητα που κυριαρχεί για τη συνολική αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στο Νότο της Ευρώπης.
Οι σταθμοί
Για την Ελλάδα πρώτος και ίσως ο πιο καθοριστικός σταθμός για τις εξελίξεις είναι η περιοδεία που σχεδιάζει ο Αντ. Σαμαράς επιδιώκοντας κρίσιμες επαφές εντός του Αυγούστου με την Α. Μέρκελ, τον Φρ. Ολάντ, πιθανόν την Κ. Λαγκάρντ και τον Μ. Ντράγκι. Στις συναντήσεις αυτές αναμένεται να προκύψουν σαφή μηνύματα για τις προθέσεις της τρόικας ενώ κρίσιμα είναι τα όσα θα κομίσει στην Αθήνα ο επικεφαλής του Eurogroup Ζ. Κ. Γιούνκερ που αναμένεται στη χώρα μας στις 22 Αυγούστου.
Με τα σημερινά δεδομένα τις επόμενες δύο εβδομάδες, οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί αναμένεται να οριστικοποιήσουν τη λίστα με τις εναλλακτικές προτάσεις -όλες δύσκολες- για το πακέτο των περικοπών των 11,5 δισ. Εκεί θα κριθούν πολλά, ιδίως στο «μέτωπο» της κυβερνητικής συνοχής αφού η «λίστα» φέρνει οριζόντιου τύπου περικοπές σε μισθούς – συντάξεις – επιδόματα ενώ στο τραπέζι βρίσκεται ο καυτός φάκελος της εφεδρείας, στην οποία εναποτίθενται οι ελπίδες για να μην εγερθεί ζήτημα απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων ακόμη και αορίστου χρόνου από την τρόικα.
«Κλειδί» για τις εξελίξεις θα είναι οι διαβουλεύσεις με τους επικεφαλής της τρόικας Π. Τόμσεν, Μ. Μορς και Κ. Μαζούχ που εκτός απροόπτου έρχονται στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου, για να ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους.
Εκθεση
Από αυτή θα κριθεί το εάν θα είναι θετική η έκθεση που θα συντάξουν, αποτιμώντας για μια ακόμη φορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που δημιουργεί η βαθύτερη ύφεση, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα από τα νέα μέτρα αλλά και η προοπτική προόδου στις μεταρρυθμίσεις. Η έκθεση της «τριανδρίας» με τα σημερινά δεδομένα αναμένεται να είναι έτοιμη προς τα μέσα Σεπτεμβρίου και ιδανικά να συζητηθεί στο Eurogroup της 14ης Σεπτεμβρίου που αναμένεται να πραγματοποιηθεί στην Κύπρο. Έως τότε το υπουργείο Οικονομικών καλείται να έχει συντάξει και το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο, ενσωματώνοντας το δημοσιονομικό αποτέλεσμα από τα νέα μέτρα και τις νεότερες προβλέψεις για τη βαθύτερη ύφεση. Αυτό είναι το σχέδιο στο οποίο εργάζεται η ελληνική κυβέρνηση και εάν όλα πάνε κατ’ ευχήν με μία «ανεκτή» έκθεση από την τρόικα θα ανοίξει ο δρόμος για τη σταδιακή εκταμίευση της απολύτως κρίσιμης δόσης των περίπου 32 δισ. ευρώ στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Μ. Φράτσερ: Να διευρυνθεί η Ευρωζώνη
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε χθες η τοποθέτηση του νέου επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) M. Φράτσερ, που υποστήριξε πως η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη είναι επιθυμητή και η ζώνη του ευρώ πρέπει όχι μόνο να μη συρρικνωθεί αλλά να διευρυνθεί. Η άποψη του Γερμανού οικονομολόγου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς το DIW, το παλαιότερο και μεγαλύτερο think tank της Γερμανίας που ιδρύθηκε το 1925 στο Βερολίνο, αποτελεί προνομιακό συνομιλητή της γερμανικής κυβέρνησης. «Ολες οι χώρες της Ν. Ευρώπης που συμμετέχουν στο ευρώ έχουν δρομολογήσει δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να τιθασεύσουν τα δημόσια ελλείμματα, το ζήτημα τώρα είναι να υλοποιηθούν με ταχύ ρυθμό αυτές οι μεταρρυθμίσεις», υποστήριξε ο κ. Φράτσερ, μιλώντας στη γερμανική έκδοση των Financial Times. «Αυτό που μας λείπει είναι ένα κοινό όραμα για την Ευρώπη» και τονίζει πως η απάντηση στο εάν θέλουμε περισσότερη ή λιγότερη ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι πως χρειαζόμαστε περισσότερη.
Το κόστος του Grexit και η συνταγή
Πρώτη και επείγουσα επιδίωξη για την Ελλάδα είναι να εισρεύσουν στη χώρα τα 31 δισ. ευρώ της επόμενης δόσης καθώς η ρευστότητα του Δημοσίου κινείται σε οριακό σημείο και χωρίς τα κεφάλαια της επόμενης δόσης οδηγούμαστε σε άτακτη χρεοκοπία, με ό,τι αυτό σημάνει για την παραμονή μας στο ευρώ.
Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν, πάντως, πως η συζήτηση για την επόμενη δόση, μοιραία συναρτάται από τη συζήτηση που «φουντώνει» στους κόλπους της τρόικας, μεσούσης της κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο, για το εάν η Ελλάδα, υλοποιώντας το πρόγραμμα, χωρίς νέες τροποποιήσεις, θα μπορέσει να αποπληρώσει τελικά τα χρέη της.
Το Φθινόπωρο είναι κρίσιμο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για το σύνολο της Ευρωζώνης, λένε κυβερνητικά στελέχη, καθώς επίκεινται αποφάσεις οι οποίες μπορούν να συμπαρασύρουν και τη χώρα μας, ιδανικά προς μια ευνοϊκή κατεύθυνση για εμάς, με τους κινδύνους, ωστόσο, ειδικά για την Ελλάδα να παραμένουν υψηλοί.
Από καθαρά οικονομική άποψη, κοινή παραδοχή στα επιτελεία των Βρυξελλών, της Φραγκφούρτης, του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον είναι ότι η λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, οι παραλείψεις και οι καθυστερήσεις από όλες τις πλευρές, έχουν βυθίσει τη χώρα σε βαθύτερη ύφεση από ό,τι αναμενόταν, «δυναμιτίζοντας» πολύ γρήγορα τους στόχους που έχουν τεθεί για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Στο πλαίσιο αυτό εντείνονται οι πιέσεις και βρίθουν τα σενάρια για μια νέα «ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους, χωρίς την οποία -όπως προειδοποίησε πρόσφατα η Standard & Poor’s, κινούμενη στη γραμμή του ΔΝΤ- το χρέος δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο.Το μεγάλο ερώτημα αλλά και ο μεγάλος κίνδυνος για εμάς, είναι τελικά ποια οδό θα επιλέξει η Γερμανία στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, συμπεριλαμβανομένης μιας οριστικής λύσης για την Ελλάδα. Το βέβαιο είναι ότι ο χρόνος τελειώνει γρήγορα, για όλους και ειδικά για την Αγκ. Μέρκελ.
Το δίλημμα είναι πλέον αμείλικτο: Ριψοκίνδυνη διάσπαση της Ευρωζώνης ή διόρθωση του τρόπου λειτουργίας της, με την Ελλάδα εντός, όσο και αν κοστίσει κάτι τέτοιο, όπως προειδοποίησε ο 93χρονος πρώην καγκελάριος Χ. Σμιτ την Τετάρτη, δίνοντας με τις σκληρές αλήθειες που υποστήριξε «γροθιά στο στομάχι» της πολιτικής ηγεσίας στη Γερμανία.
Και για όσους υποστηρίζουν δημοσίως πως μια Grexit είναι διαχειρίσιμη, όπως είπε πρόσφατα ο σε γενικές γραμμές φιλικά διακείμενος προς την Ελλάδα κ. Γιούνκερ, υπάρχει ένα απλό ερώτημα: Τι ακριβώς μπορεί να διαχειριστεί η Ε.Ε.; Τον πανικό;