Μόλις μία εβδομάδα πριν τις επαφές του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, στο Βερολίνο, (24/8) και στη συνέχεια με το Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, στο Παρίσι, σε εξέλιξη είναι οι πυρετώδεις διεργασίες σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Σύμφωνα με τους Financial Times, κατά τις συναντήσεις του σε Βερολίνο και Παρίσι ο Αντώνης Σαμαρά θα ζητήσει διετή επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος, έτσι ώστε η ετήσια μείωση του ελλείμματος να περιοριστεί στο 1,5% του ΑΕΠ αντί 2,5% που προβλέπεται τώρα. Πηγές ωστόσο στην Αθήνα διευκρίνιζαν για το δημοσίευμα ότι προς το παρόν είναι ένα από τα σενάρια που εξετάζονται, χωρίς να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο.
Επικαλούμενη έγγραφο που έχει στη διάθεσή της, η εφημερίδα αναφέρει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί πρόσθετη στήριξη 20 δισ. ευρώ, καθώς η ετήσια μείωση του ελλείμματος το 2013-2014 θα είναι μικρότερη του αναμενομένου. Το κόστος, όμως, της επιμήκυνσης θα καλυφθεί χωρίς νέα επιβάρυνση των εταίρων και όπως υποστηρίζεται, τα χρήματα θα βρεθούν από το υπάρχον δάνειο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εκδόσεις εντόκων γραμματίων και, όπως ευελπιστεί η Αθήνα, την αναβολή της έναρξης αποπληρωμής του πρώτου δανείου που είχε λάβει από Ε.Ε. και ΔΝΤ από το 2016 στο 2020.
Αναλυτικότερα, τα πρώτα οκτώ δισ. ευρώ θα προέλθουν από το ισχύον δάνειο του ΔΝΤ, έξι με επτά δισ. ευρώ μέσω εντόκων γραμματίων και τα υπόλοιπα πέντε με έξι δισ. ευρώ θα μπορούσαν να προέλθουν από καθυστέρηση των υποχρεώσεων της Ελλάδας στην έναρξη αποπληρωμής των 60 δισ. ευρώ που είχε λάβει στο πρώτο πακέτο διάσωσης με δάνεια ΕΕ και ΔΝΤ.
Αμεση ήταν η απάντηση του εκπροσώπου της καγκελαρίου Στέφεν Ζάιμπερτ, ο οποίος διεμήνυσε ότι «για την κ. Μέρκελ και για όλη την κυβέρνηση, αυτό που ισχύει είναι το “μνημόνιο κατανόησης” όπως συνήφθη» ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της. Καμία απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί προτού η τρόικα ολοκληρώσει το Σεπτέμβριο την αποτίμηση των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, ξεκαθάρισε, τονίζοντας πως η έκθεση της τρόικας θα αποτελέσει «τη βάση οποιασδήποτε μελλοντικής απόφασης».
Αναφερόμενος στην επίσκεψη Σαμαρά στο Βερολίνο, στις 24 Αυγούστου, ο κ. Ζάιμπερτ δήλωσε ότι «η καγκελάριος θα ακούσει αυτά που έχει να πει ο κ. Σαμαράς για την κατάσταση στην Ελλάδα και την εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων», αλλά βάση της βοήθειας, επανέλαβε, είναι το Μνημόνιο.
Πάντως, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γκίντο Βέστερβέλε τόνισε ότι θα πρέπει να δοθεί περισσότερος χρόνος στην Ελλάδα για να εφαρμόσει το πρόγραμμα λιτότητας. Αφήνοντας ανοικτό το θέμα της παράτασης, σημείωσε ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι χάθηκε χρόνος με τις εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα, ταυτόχρονα όμως, υπογράμμισε πως δεν μπορεί να υπάρξουν βασικές αλλαγές στο Μνημόνιο.
Περισσότερο χρόνο για την Ελλάδα ζήτησε και ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος,, σε δηλώσεις του από την Κω όπου παραθερίζει, απηύθυνε έκκληση στους Γερμανούς πολιτικούς να σταματήσει η επιθετική ρητορεία σε βάρος της Ελλάδας.
Ωστόσο, σε δημοσίευμά του στην ηλεκτρονική του έκδοση, υπό τον τίτλο η «Επιστροφή της Σιδηράς Καγκελαρίου», το Der Spiegel επισημαίνει, εν όψει της επίσκεψης Σαμαρά στο Βερολίνο, ότι η Άνγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να προχωρήσει σε παραχωρήσεις απέναντι στην Ελλάδα για λόγους ενδοκυβερνητικών ισορροπιών.
Στο δημοσίευμα γίνεται λόγος για αποτυχία της κ. Μέρκελ να σώσει την Ελλάδα από τη χρεοκοπία και εκτιμάται πως η χρεοκοπία για την Ελλάδα φαίνεται να είναι πιο κοντά από ποτέ. «Εάν ο στόχος της Μέρκελ και των συμμάχων της ήταν να σώσουν την Ελλάδα από τη χρεοκοπία, τότε απέτυχαν. Το μόνο που κατάφεραν τα μέτρα λιτότητας ήταν να επιδεινώσουν την κρίση και να αυξήσουν το χρέος», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με αποκλειστικό δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters, ήδη εξετάζονται εναλλακτικές «της τελευταίας στιγμής» για νέο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και παραμονή της Ελλάδος στην Ευρωζώνη. Στα εν λόγω σχέδια περιλαμβάνεται η πιθανότητα να επωμιστούν ζημίες ΕΚΤ και εθνικές τράπεζες στην αξία των ελληνικών ομολόγων. Στόχος είναι η μείωση του ελληνικού χρέους κατά επιπλέον 70 με 100 δισ. ευρώ, ώστε να υποχωρήσει το συνολικό χρέος σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα.