Για μια ακόμη φορά, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γκίντο Βεστερβέλε αποκλείει το ενδεχόμενο χαλάρωσης των όρων του Μνημονίου.
Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Βεστερβέλε επισημαίνει ότι η γερμανική κυβέρνηση επιθυμεί τη διατήρηση της ενότητας της Ευρωζώνης και την παραμονή της Ελλάδας σε αυτήν, επαναλαμβάνει ωστόσο ότι για το Βερολίνο αποκλείεται χαλάρωση επί της ουσίας των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί.
Λίγο μετά την συνάντησή του με τον υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Αβραμόπουλο και ενόψει της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο, Γερμανός ΥΠΕΞ προειδοποιεί για τον κίνδυνο που διατρέχει το εγχείρημα «Ευρώπη» και αναφέρεται σε «λάθος τόνο» που επέλεξαν συχνά κάποιοι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Γερμανία, επιβαρύνοντας τις σχέσεις των δύο χωρών.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Βεστερβέλε τοποθετείται για τις εξελίξεις στο Σκοπιανό, ενώ αναγνωρίζει την σημασία της Τουρκίας, από την οποία πάντως ζητεί την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας.
Αναλυτικά το κείμενο της συνέντευξης:
ΕΡ: Εκφράζεστε συχνά υπέρ της ευρωπαϊκής ιδέας και υπέρ της ανάγκης να ενισχυθεί η ενωμένη Ευρώπη. Πολλοί αμφισβητούν ήδη αυτή την ενωμένη Ευρώπη, ενώ στον Νότο εκφράζονται βαθιά αντιγερμανικά αισθήματα. Πώς θα περιγράφατε την σημερινή κατάσταση; Τι μπορούν να κάνουν η Γερμανία και η Ελλάδα για να αλλάξουν το τεταμένο κλίμα;
ΑΠ: «Αναμφίβολα, το εγχείρημα «Ευρώπη» περνάει, με την κρίση χρέους, μια δύσκολη δοκιμασία. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τώρα ο ένας τον άλλον θα σφραγίσει την εικόνα που έχει ο καθένας για τον άλλον για μεγάλο διάστημα. Αυτό ισχύει και για τη σχέση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών, όπου, δυστυχώς, κάποιοι λίγοι «εμπρηστές» και στις δύο πλευρές επέλεξαν μερικές φορές τον λάθος τόνο. Τέτοιες παρεκτροπές, οι οποίες μόνο επιβαρύνουν το κλίμα μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων, προκαλούν τεράστια ζημιά.
Θα έπρεπε να τονίσουμε και να αναγνωρίσουμε την μεγάλη προθυμία για αλληλεγγύη προς πιο αδύναμους Ευρωπαίους εταίρους την οποία απέδειξε πολλές φορές η γερμανική Βουλή με ευρεία πλειοψηφία για τις «ομπρέλες διάσωσης». Οι συνομιλίες μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών κ. Αβραμόπουλου και εμού, καθώς και μεταξύ της Καγκελαρίου Μέρκελ και του Πρωθυπουργού κ. Σαμαρά αυτή την εβδομάδα, δείχνουν ότι ο διάλογος μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου είναι πολύ εντατικός».
ΕΡ: Ακούμε ανησυχητικά πολλές και διαφορετικές απόψεις για το μέλλον του κοινού νομίσματος. Είναι τελικά το Ευρώ τόσο σημαντικό, ώστε να αξίζει κάθε θυσία για την διάσωσή του; Υπάρχουν όρια στην αλληλεγγύη μεταξύ των εταίρων στην ΕΕ;
ΑΠ: «Να το πω καθαρά: η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση θέλει η Ευρωζώνη να παραμείνει ενωμένη. Η Ομοσπονδιακή Kυβέρνηση θέλει η Ελλάδα να παραμείνει μέρος της Ευρωζώνης. Η Γερμανία στέκεται αλληλέγγυα στο πλευρό της Ελλάδας. Για αυτό έχουμε αποφασίσει από κοινού στην Ευρώπη ουσιαστικά μέτρα. Εστιάζουμε στην βιωσιμότητα των προϋπολογισμών. Εστιάζουμε στην ανάπτυξη μέσω περισσότερης ανταγωνιστικότητας. Η προσήλωση στην αλληλεγγύη προς τους εταίρους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αποτελεί εξίσου σημαντικό παράγοντα στο τρίπτυχο των κανόνων υπέρβασης της κρίσης. Ο κόσμος στην Ελλάδα κάνει μεγάλες θυσίες σε αυτή τη μακρά διαδικασία εξυγίανσης, αυτό το γνωρίζουμε. Αυτός ο δρόμος είναι όμως απαραίτητος. Μας οδηγεί στον κοινό στόχο του σταθερού Ευρώ και της ανάπτυξης».
ΕΡ: Ο υπουργός Οικονομίας και Πρόεδρος του FDP Φίλιπ Ρέσλερ φαίνεται να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η Ελλάδα δεν έχει πλέον θέση στην Ευρωζώνη. Εσείς τι πιστεύετε; Αποτελεί η Ελλάδα αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρωζώνης ή εμπόδιο για την εξυγίανσή της; Προετοιμάζεται η Γερμανία για όλες τις πιθανές εξελίξεις σχετικά με το μέλλον του Ευρώ;
ΑΠ: «Το κλειδί για την πορεία της Ελλάδας βρίσκεται στην Αθήνα. Περιμένουμε τώρα την έκθεση της τρόικας. Ο γερμανός υπουργός Οικονομίας υπέδειξε ορθώς, ότι η Ελλάδα πρέπει να εκπληρώσει τις μεταρρυθμιστικές της υποχρεώσεις. Έχω πολύ μεγάλο σεβασμό απέναντι στον κόσμο και συμπάθεια για τις δυσκολίες τους, ειδικά για εκείνους με χαμηλά εισοδήματα, οι οποίοι ήδη είχαν ουσιαστική συμβολή στην σταθεροποίηση της Ελλάδας. Πρέπει να διατηρηθεί η πορεία των μεταρρυθμίσεων – ειδικά προς όφελος των ίδιων των Ελλήνων πολιτών».
ΕΡ: Ο ΄Ελληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς θα ζητήσει, σύμφωνα με δημοσιεύματα, την επιμήκυνση της εφαρμογής του ελληνικού προγράμματος λιτότητας για δύο χρόνια, υποβάλοντας εναλλακτικές προτάσεις για τις περαιτέρω ανάγκες χρηματοδότησης, οι οποίες θα δημιουργηθούν, ώστε να αποφευχθεί ένα νέο πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα. Ποια είναι η δική σας θέση σε αυτό το ζήτημα;
ΑΠ: «Δεν σχολιάζω υποτιθέμενες προτάσεις, οι οποίες κυκλοφορούν στον Τύπο. Θα ακούσουμε πολύ προσεκτικά όσα θα μας πουν οι εταίροι μας στην απευθείας συζήτηση. Αυτή την εβδομάδα θα έχουμε μάλιστα την ευκαιρία. Είναι σαφές ότι από την δική μας πλευρά αποκλείεται χαλάρωση επί της ουσίας των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων».
ΕΡ: Η Ελλάδα έχει ήδη γίνει κεντρικό θέμα της πολιτικής συζήτησης στη Γερμανία. Θα επηρεάσουν οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές την στάση του Βερολίνου απέναντι στην Αθήνα;
ΑΠ: «Το διακύβευμα των βουλευτικών εκλογών τον επόμενο χρόνο θα είναι το μέλλον του εγχειρήματος «Ευρώπη» στο σύνολό του και ο ρόλος της Γερμανίας σε αυτό. Θέλουμε να διεξάγουμε αυτή την συζήτηση ουσιαστικά και με γνώμονα το μέλλον. Η επανεθνικοποίηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι λάθος δρόμος. Χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη. Αυτός ο στόχος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αίτημα για κοινή ανάληψη των χρεών στην Ευρώπη».
ΕΡ: Κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, το ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε την απόφασή του να δεχτεί την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως μέλος μόνο μετά την επίλυση της διένεξης για το όνομα με την Ελλάδα. Πώς βλέπετε τις άμεσες εξελίξεις;
ΑΠ: «Η διένεξη γα το όνομα μπορεί να διευθετηθεί μόνο στο πλαίσιο μίας διμερούς λύσης μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων. Στηρίζω ρητά τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες του ΟΗΕ υπό την καθοδήγηση του ειδικού απεσταλμένου, Μάθιου Νίμιτς. Η έλλειψη προόδου ως τώρα δείχνει καθαρά ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς αμοιβαία κατανόηση και προθυμία για συμβιβασμούς και από τις δύο πλευρές».
ΕΡ: Πώς βλέπετε τις άμεσες εξελίξεις στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας; Μήπως είναι υποκριτική η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μη αναγνώριση της κυπριακής προεδρίας στην ΕΕ από την Τουρκία;
ΑΠ: «Η ΕΕ διεξάγει από το 2005 ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, με ανοιχτή την έκβασή τους. Λόγω του γεγονότος ότι έχουν μπλοκαριστεί πολλά από τα ενταξιακά κεφάλαια, και από πλευράς μεμονωμένων κρατών-μελών, οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούν πλέον. Περαιτέρω πρόοδος εξαρτάται και από το εάν η Τουρκία θα εφαρμόσει το Πρωτόκολλο της ΄Αγκυρας. Η Τουρκία είναι για εμάς ένας όλο και πιο σημαντικός εταίρος και όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της κατάστασης στην Συρία».