Όλο και πιο “απειλητικός” για τους Έλληνες καταναλωτές και τις επιχειρήσεις γίνεται ο ορίζοντας των διεθνών αγορών πρώτων υλών διατροφής, ένα μήνα μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας του Υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με εκπροσώπους των επιχειρήσεων που αφορούσε τις μειώσεις τιμών σε πλήθος προϊόντων ευρείας κατανάλωσης.
Η αυξητική τάση των τιμών των πρώτων υλών διεθνώς (ζάραχη, σπορελαίων, δημητριακών κ.λπ.) αν συνεχιστεί με τους ίδιους έντονους ρυθμούς και στο επόμενο εξάμηνο δεν αποκλείεται να φέρει νέο κύμα ανατιμήσεων, με “θύματα” και πάλι τους καταναλωτές, αλλά και γενικότερα την ελληνική οικονομία.
“Στην περίπτωση που συνεχιστούν οι έντονες αυξήσεις πρώτων υλών διατροφής διεθνώς, φοβάμαι ότι η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, η πρώτη οικονομική δύναμη της χώρας, θα δεχτεί ένα δεύτερο χτύπημα αυτή την περίοδο της βαθειάς ύφεσης και αυτό θα της δημιουργήσει αξεπέραστα προβλήματα” δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βασίλης Ζαφείρης, Εντεταλμένος Σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων ΣΕΒΤ.
Σύμφωνα με τον κ. Ζαφείρη, οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών είναι ιδιαίτερα έντονες την τελευταία διετία. Παρά το γεγονός αυτό, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων επί 14 μήνες μειώνει τις τιμές των προϊόντων της, όπως αναγράφεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την ώρα που ο κρατικός πληθωρισμός αυξάνει και το ίδιο και οι υποχρεώσεις του κλάδου των τροφίμων προς το κράτος. Ωστόσο, επεσήμανε ότι από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2010 ο συνολικός πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 5,4% ενώ ο πληθωρισμός των τροφίμων μειώθηκε κατά 1,1%.
Ανατιμήσεις στις τιμές πρώτων υλών διατροφής
Σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Αγροτικών Προϊόντων των Ηνωμένων Εθνών (FΑΟ) που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, οι μεγάλες ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των τροφίμων που σημειώθηκαν τον Δεκέμβριο, ιδιαίτερα όσον αφορά τη ζάχαρη, τα δημητριακά και τους σπόρους που καλλιεργούνται για εξαγωγή φυτικών ελαίων, αλλά και για παραγωγή βιοκαυσίμων όπως η αιθανόλη, οδήγησαν τον σχετικό δείκτη FΡΙ του FΑΟ σε νέο ρεκόρ όλων των εποχών.
Το τελευταίο κύμα ανατιμήσεων αποδίδεται στη μεγάλη αύξηση της ζήτησης για τρόφιμα από την Κίνα σε συνδυασμό με τη χειρότερη εσοδεία της τελευταίας πεντηκονταετίας που είχε πέρυσι η Ρωσία εξαιτίας της μεγάλης ξηρασίας που κατάστρεψε μεγάλες καλλιέργειες δημητριακών.
Όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λευτέρης Χαλουλάκος Γενικός Διευθυντής της Kraft Foods, “οι αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών είναι συνέπεια πολλών παραγόντων, διεθνούς εμβέλειας, που κάποιες φορές τις αναμένουμε και άλλες τις παρακολουθούμε να εξελίσσονται και να διογκώνονται. Αυτοί οι παράγοντες αφορούν, την αύξηση του πληθυσμού, τις φυσικές καταστροφές, τις αλλαγές διατροφικών συνηθειών, την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, κλπ. Μέρος των αυξήσεων των τιμών των τροφίμων οφείλεται και στην άνοδο της τιμής των καυσίμων και της ενέργειας. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να πιέζουν ανοδικά τις τιμές των προϊόντων τροφίμων”.
Η βιομηχανία τροφίμων, σύμφωνα με τον κ. Χαλουλάκο, φαίνεται ότι επηρεάζεται περισσότερο από την αλλαγή στις διατροφικές επιλογές (π.χ. προϊόντα δημητριακών) και την αύξηση τιμών σε συγκεκριμένες πρώτες ύλες και όχι τόσο από την αύξηση των καυσίμων και της ενέργειας. Εξαρτάται ποιες πρώτες ύλες χρησιμοποιεί μια βιομηχανία ώστε να υπολογισθεί ο βαθμός επίπτωσης των αυξήσεων των πρώτων υλών στις τιμές των προϊόντων της. Εάν για παράδειγμα, είδη όπως τα δημητριακά συνεχίσουν να έχουν υψηλή ζήτηση και κατ’ επέκταση υψηλότερη τιμή, συνεπάγεται ότι οι βιομηχανίες προϊόντων σίτου και δημητριακών θα έχουν ανοδική επίπτωση στο κόστος παραγωγής τους.
“Η απορρόφηση τέτοιων αυξήσεων από τη βιομηχανία τροφίμων εξαρτάται από την ευρωστία και τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας της εκάστοτε εταιρίας. Εφ’ όσον μια εταιρία τροφίμων έχει τη δυνατότητα, πρώτον να εξασφαλίσει ευνοϊκές τιμές πρώτων υλών και κατά δεύτερον να υιοθετεί εξελιγμένα τεχνολογικά συστήματα στην παραγωγική διαδικασία, ανάλογα, η αύξηση ή ένα ποσοστό των αυξήσεων των πρώτων υλών, θα απορροφηθεί από την εταιρία, στα πλαίσια των τιμολογιακών πολιτικών που ακολουθεί” αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χαλουλάκος.
Σχολιάζοντας την αύξηση των τιμών πρώτων υλών ο Ιωάννης Μπούρας Διευθυντής Μάρκετνγκ της εταιρίας Μινέρβα αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το 2010 η αύξηση που σημειώθηκε στα σπορέλαια ξεπέρασε το 40%. “Διεθνώς υπάρχει μεγάλη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και προβληματισμός στις επιχειρήσεις του κλάδου. Οι αυξήσεις επηρεάζουν άμεσα και την εταιρία μας. Ωστόσο ανατιμήσεις δεν κάνουμε. Προσπαθούμε να απορροφήσουμε τις αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών. Στο ελαιόλαδο που δεν επηρεάζεται από τις συγκεκριμένες εξελίξεις αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε μείωση των τιμών στα προϊόντα μας”.
Η βιομηχανία τροφίμων αντιστέκεται
Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, σύμφωνα με όσα ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ζαφείρης, παρά τα αυξημένα κόστη που έχει να αντιμετωπίσει από τις έκτακτες εισφορές, τις αυξήσεις στα καύσιμα και τις φορολογικές αλλαγές, θα συνεχίσει να καταβάλλει, στο μέτρο που της επιτρέπεται, κάθε προσπάθεια για να συγκρατήσει τα κόστη και να προσφέρει στους καταναλωτές τα προϊόντα της στις καλύτερες δυνατές τιμές. “Αυτό βέβαια δεν εξαρτάται μόνον από εμάς. Χρειάζονται και κάποια όρια για να αποφύγουμε το αδιέξοδο” ανέφερε ο κ. Ζαφείρης.
Από την πλευρά του ο κ. Χαλουλάκος επεσήμανε ότι παρά τη συνεχή αύξηση στις τιμές των αγαθών (καφές, κακάο κ.λπ.) που χρησιμοποιούνται ως βασικά υλικά στην παραγωγική της διαδικασία, η Kraft Hellas έχει αποφασίσει να μην προχωρήσει σε αυξήσεις τιμών στο προσεχές διάστημα. “Η πρόθεσή μας είναι να συνεχίσουμε να διαμορφώνουμε την τιμολογιακή μας πολιτική προχωρώντας σε μειώσεις τιμών, σύμφωνα πάντα με τις διατάξεις του ελεύθερου ανταγωνισμού. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη μας την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και την πίεση που δέχονται τα ελληνικά νοικοκυριά, θα προχωρήσουμε σε μείωση τιμών σε περίπου 25 κωδικούς μας. Παρόλα αυτά, αν η αυξητική τάση των τιμών των πρώτων υλών συνεχισθεί, θα πρέπει να ανασυντάξουμε τη στρατηγική μας τουλάχιστον σε ορισμένα προϊόντα που η αύξηση κόστους θα είναι δυσβάσταχτη” δήλωσε ο κ. Χαλουλάκος.
Στο ίδια μήκος κύματος ο κ. Μπούρας αναφέρει ότι “η Μινέρβα παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, απορροφά το σύνολο των ανατιμήσεων των πρώτων υλών και δεν αυξάνει τις τιμές των προϊόντων της. Ωστόσο εάν η αυξητική τάση των τιμών των πρώτων υλών συνεχιστεί θα επανεξετάσει το θέμα”.
Η εξωστρέφεια μοχλός ανάπτυξης το 2011
Η ανάπτυξη του κλάδου των τροφίμων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αγορές του εξωτερικού και αυτό διότι η μεγέθυνση της εγχώριας αγορά επιβραδύνεται ενώ υπάρχει το ενδεχόμενο να υπάρξουν και απώλειες από την εισαγωγική διείσδυση, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ζαφείρης και συνεχίζει: “οι επιχειρήσεις οφείλουν να διατηρήσουν την εξωστρέφεια τους, να βελτιώσουν την ανταγωνιστική τους θέση στις αγορές του εξωτερικού και να κατευθύνουν προς αυτές ένα μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους. Οι εξαγωγές αποτελούν σανίδα σωτηρίας για την Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων, την εγχώρια οικονομία και τους Έλληνες καταναλωτές”.
Η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων, σύμφωνα με τον κ. Ζαφείρη, ήταν ανέκαθεν εξωστρεφής και ανταγωνιστική. Υπάρχουν επιχειρήσεις στον κλάδο το ποσοστό εξαγωγών των οποίων φτάνει μέχρι και το 80%. Ο μέσος όρος είναι στο 18,5% και το 2010 παρουσίασε αυξητικές τάσεις. Η πορεία θα συνεχιστεί και το 2011 παρά τις δυσκολίες.
Αναφερόμενος στην “κινητικότητα” που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου,ο κ. Ζαφείρης επεσήμανε ότι η περίοδος βαθιάς ύφεσης δεν είναι κατάλληλη για εξαγορές. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε περιόδους ανάπτυξης. Συγχωνεύσεις είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν αλλά και σε αυτή την περίπτωση το μεταβατικό στάδιο δεν είναι εύκολο καθώς δεν ευνοείται από τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν.
“Το ζητούμενο για την Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων κατά τη διάρκεια του 2010 αλλά και της δύσκολης χρονιάς που έχουμε μπροστά μας είναι να προστατεύσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Για τον λόγο αυτό οι επιχειρήσεις του κλάδου προέβησαν σε μειώσεις τιμών των προϊόντων τους και σε συνεχείς προσφορές, παρά τις υψηλές πληθωριστικές τάσεις, προκειμένου να μην επιβαρύνεται ο οικογενειακός προϋπολογισμός από τη διατροφή” τονίζει ο. κ. Ζαφείρης.