Κατώτερες των προσδοκιών και ανεπαρκείς για την επίλυση του ευρωπαϊκού προβλήματος χαρακτηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τις ανακοινώσεις του επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε, ο αρμόδιος για την Οικονομία Ευκλ. Τσκαλώτος, σημειώνει τα εξής:
Οι σημερινές αποφάσεις της ΕΚΤ, παρά τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, απέχουν πολύ, για ακόμη μια φορά, από το να αποτελούν μια συνολική και βιώσιμη λύση για την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη.
Στην περίπτωση δε της Ελλάδας, οι Άμεσες Νομισματικές Συναλλαγές (Outright Monetary Transactions) δεν έχουν καμία ιδιαίτερη επίπτωση καθώς:
– Η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ δεν είναι δεδομένη, αλλά θα εξεταστεί για τις χώρες που ήδη βρίσκονται σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής, όταν αυτές αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές ομολόγων.
– Τα ομόλογα που θα αγοράζει η ΕΚΤ θα είναι βραχυπρόθεσμα, διάρκειας 1 έως 3 ετών. Μετά το PSI, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού χρέους έχει καταστεί μακροπρόθεσμο.
Με αυτόν τον τρόπο η απόφαση δεν διορθώνει το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, ούτε τον κατακερματισμό της νομισματικής πολιτικής που ο ίδιος ο Ντράγκι εντόπισε ως βασικό πρόβλημα της ευρωζώνης, αφού δεν στοχεύει στις χώρες με το μεγαλύτερο πρόβλημα (Πορτογαλία, Ιρλανδία κλπ), δεν μειώνει τα spreads σε όλες τις χώρες, δεν βοηθά το δανεισμό των επιχειρήσεων σε χώρες με μεγάλο δημοσιονομικό πρόβλημα.
Επιπλέον, για να τεθεί σε εφαρμογή η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά, οι ενδιαφερόμενες χώρες θα πρέπει να υπαχθούν σε πρόγραμμα προσαρμογής, δηλαδή σε Μνημόνιο. Θα επιδιωχθεί, μάλιστα όπως αναφέρεται, η εμπλοκή του ΔΝΤ. Η ΕΚΤ προσκολλημένη στην καταπολέμηση του πληθωρισμού ακόμα και σε περίοδο ύφεσης, αναφέρει ότι η αγορά ομολόγων θα αντισταθμιστεί από άλλα μέτρα προκειμένου να μην αυξηθεί η συνολική προσφορά χρήματος. Αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί η χρηματοδότηση και η ρευστότητα σε άλλους τομείς.
Η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη δεν μπορεί να επιλυθεί με την επιβολή λιτότητας σε όλες τις χώρες και με τη λήψη αποσπασματικών μέτρων. Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη η αλλαγή της οικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στοιχείο της οποίας θα πρέπει να είναι ο αναπροσανατολισμός του ρόλου της ΕΚΤ για τη στήριξη της ανάπτυξης και της απασχόλησης.