Η μείωση των τηλεπικοινωνιακών δαπανών του Δημοσίου κατά 150 εκατ. ευρώ κατ’ έτος είναι εφικτή, σημειώνουν στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) και επισημαίνεουν ότι η μέθοδος της συνάθροισης της ζήτησης μπορεί να εξοικονομήσει τεράστια ποσά για το κράτος.
Σύμφωνα με αναλογιστικές μελέτες το Δημόσιο πληρώνει κάθε χρόνο περί τα 300 εκατ. ευρώ για σταθερή και κινητή τηλεφωνία, καθώς και για παροχή διαδικτύου. Ωστόστο, στον κρατικό προϋπολογισμό είναι εγγεγραμμένα μόνο 120 εκατ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε διάφορους κωδικούς.
«Αν προχωρήσουμε σε συνάθροιση της ζήτησης και πάμε σε ηλεκτρονικές προμήθειες για την αγορά υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, η δαπάνη θα μειωθεί στο μισό και θα φθάσει τα 150 εκατ. ευρώ», επισημαίνει έμπειρο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, υπογραμμίζοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί ισοδύναμο όφελος.
Αυτό που παρατηρούν έμπειροι κύκλοι με απόλυτη γνώση του θέματος είναι ότι το κράτος, παρόλο που αποτελεί τον μεγαλύτερο πελάτη της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, στις περισσότερες των περιπτώσεων αγοράζει υπηρεσίες και πληρώνει όπως ο μέσος καταναλωτής και σε τιμές καταλόγου, ενώ θα μπορούσε μέσω μεγάλων διαγωνισμών να ρίχνει τις τιμές, ευνοώντας τον ανταγωνισμό.
Σήμερα το Δημόσιο καλύπτει τις τηλεπικοινωνιακές ανάγκες του ως εξής:
– Τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι εξακολουθούν να λειτουργούν το δίκτυο ΣΥΖΕΥΞΙΣ και να πληρώνονται με προσφυγή στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ).
– Καταγράφονται διάσπαρτες συμβάσεις νομικών προσώπων με τηλεπικοινωνιακές εταιρίες, που προέκυψαν είτε από διαγωνισμό είτε με απευθείας ανάθεση.
– Φορείς του κράτους αγοράζουν υπηρεσίες, πληρώνοντας τιμές καταλόγου.
Εμπειρα στελέχη της δημόσιας διοίκησης μιλούν για «έλλειψη πολιτικής στον συγκεκριμένο τομέα, που οδηγεί σε απώλειες 150 εκατ. ευρώ κατ’ έτος». Παράλληλα, το Δημόσιο ετοιμάζεται να προκηρύξει το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ, ένα έργο – «μαμούθ» με συνολικό προϋπολογισμό, ύψους 630 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για ένα project που, αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, θα αρχίσει να αποδίδει μετά από τρία με τέσσερα χρόνια, ενδεχόμενο που αναμένεται να οδηγήσει σε σταθερή «αιμορραγία» για τον προϋπολογισμό.
Στελέχη του ΓΛΚ προτείνουν να αξιοποιηθεί η χρήση Συστήματος Ηλεκτρονικών Προμηθειών για όλες τις τηλεπικοινωνιακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου, που θα λειτουργήσει με τα εξής βήματα:
– Θα συσταθεί αρμόδια Ομάδα Εργασίας για την εξασφάλιση εκπτώσεων και τη ρύθμιση του χρέους του Δημοσίου στις εταιρείες.
– Θα γίνει νομοθετική παρέμβαση για τη χρήση Συστήματος Ηλεκτρονικών προμηθειών.
– Θα αξιοποιηθεί το Ενιαίο Συστήματος Πληρωμών (Ε.ΣΥ Π.), Τηλεπικοινωνιακών Τελών του Δημοσίου, που προβλέπεται από το νόμο για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση.
– Θα σχεδιαστούν πακέτα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών με βάση τις ανάγκες του Δημοσίου.
Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, το Δημόσιο «παλεύει» από το 2000 για να βάλει σε τάξη το κόστος των τηλεπικοινωνιακών του δαπανών, με πρώτη προσπάθεια το δίκτυο ΣΥΖΕΥΞΙΣ, το οποίο όμως κάλυπτε ένα μικρό μέρος των αναγκών του.
Ωστόσο, αντί να προχωρήσει η συνάθροιση της ζήτησης των εν λόγω υπηρεσιών, δημιουργήθηκαν και άλλα δίκτυα, με αποτέλεσμα αυτή η πολυδιάσπαση να ακυρώσει το βασικό πλεονέκτημα, που έχει το κράτος για να πετύχει καλύτερες τιμές˙ το γεγονός ότι είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της αγοράς.
Η σύμβαση του ΣΥΖΕΥΞΙΣ έληξε το 2009, έπειτα από διαδοχικές επεκτάσεις, καλύπτοντας περίπου 4.500 κτίρια σε σύνολο 30.000. Όμως, δεν περιλάμβανε όλη τη κινητή τηλεφωνία του Δημοσίου -όπως θα έπρεπε- ούτε τα 15.000 σχολικά κτίρια, ενώ την ίδια περίοδο έληξε και η σύμβαση για το Police on Line.
Σε επίπεδο εταιρειών η συμμετοχή στο ΣΥΖΕΥΞΙΣ μοιράζεται κατά 95% στον ΟΤΕ και κατά 5% στη FORTHNET, ενώ το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο των 15.000 κτιρίων λειτουργεί κατά ποσοστό 100% από τον ΟΤΕ.
Όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) και στο ΓΛΚ είχε συσταθεί Ομάδα Εργασίας, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι πολλών υπουργείων, που έχει καταγράψει για όλους τους φορείς του κράτους τον τηλεπικοινωνιακό πάροχο, τη σύμβαση, το χρέος, το είδος της υπηρεσίας κ.ο.κ. «Αυτή η δουλειά και η εμπειρία πρέπει να αξιοποιηθούν από την κυβέρνηση», καταλήγουν.