Το γεγονός, πως η Ελλάδα έχει υλοποιήσει πολλές από τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις, αλλά αυτές δεν ήταν αρκετές λόγω των προβληματικών συνθηκών, επισημαίνει ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντέιβιντ Λίπτον, σε συνέντευξή που παραχώρησε στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ».
Όπως διευκρινίζει, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει φέτος πολλά προβλήματα, καθώς η οικονομική ύφεση ήταν υψηλότερη από ό,τι αναμενόταν και, ενόψει των βουλευτικών εκλογών, διεξάγονταν περισσότερο, πολιτικές συζητήσεις, παρά υλοποιούνταν οι συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις.
Σύμφωνα με τον κ. Λίπτον, η κατάσταση είναι δυσκολότερη από ό,τι ήταν πριν από έναν χρόνο και το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το γεγονός, το οποίο και συζητείται αυτήν τη στιγμή στις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση.
Αναφερόμενος στα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα και στα κρατικά χρέη στην Ευρώπη, επισημαίνει πως το ΔΝΤ έχει προτείνει από καιρό μια ολοκληρωμένη Τραπεζική Ένωση, που θα πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός μιας κεντρικής υπηρεσίας εποπτείας, ένα κοινό όργανο διευθέτησης και ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών που έχουν προβλήματα, καθώς επίσης μια κοινή εγγύηση καταθέσεων.
Ο ίδιος θεωρεί υπερβολικές τις ανησυχίες Γερμανίας και Αυστρίας για την κοινή εγγύηση καταθέσεων, διότι αυτή, όπως σημειώνει, συνιστά μια ασφάλεια αποτροπής των προβλημάτων πριν αυτά εμφανιστούν και εάν οι άνθρωποι σε μια χώρα με εθνικά συστήματα αρχίσουν και αμφιβάλουν ως προς την ικανότητα του κράτους να στηρίξει ταλανιζόμενες τράπεζες, προχωρούν σε μαζική απόσυρση των καταθέσεων που γρήγορα εξελίσσεται σε ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Αυτό θα έπληττε τη Γερμανία, όπως και άλλες χώρες, όμως, αν η εγγύηση των καταθέσεων αναλαμβάνεται από ολόκληρη την Ευρώπη, δεν θα εμφανίζονται καν οι αμφιβολίες και δεν θα υπάρχει μαζική απόσυρσή τους από τις τράπεζες.
Συμπληρώνει δε, πως δεν θα πρέπει να αγνοείται το κόστος που προκύπτει από την εκροή κεφαλαίων από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και τη μαζική απόσυρση καταθέσεων και επιπλέον, σε μια πρώτη φάση θα πρέπει να υπάρξει ενοποίηση της εποπτείας που ήδη αποφασίστηκε και που έχει δύο πλεονεκτήματα, αφενός οι εθνικές εποπτείες θα ασχολούνται λιγότερο με προβλήματα εκτός συνόρων και αφετέρου η κεντρική εποπτεία θα δίνει στις χώρες μια πληρέστερη γενική εικόνα.
Παράλληλα αναφέρει ως παράδειγμα, για τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα μιας ευρωπαϊκής αρχής, την περίπτωση της Κύπρου, όπου, όπως επισημαίνει, τρεις μεγάλες τράπεζές της είχαν παραχωρήσει δάνεια στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, αξίας 90% του κυπριακού ΑΕΠ και κατείχαν ελληνικά κρατικά ομόλογα, αξίας άνω του 100% του κυπριακού ΑΕΠ, κάτι που είχε επιτρέψει η κυπριακή εποπτική αρχή, αλλά δεν θα είχε επιτρέψει μια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή.