Έως και σε 1,5 δισ. ευρώ υπολογίζεται η απώλεια φόρων από το λαθρεμπόριο καυσίμων στην Ελλάδα και, μάλιστα, δεν υπάρχει καμία υπηρεσία που να γνωρίζει ακριβώς τις ποσότητες που παράγονται, εισάγονται ή καταναλώνονται στη χώρα μας.
Έτσι, το κράτος πορεύεται στα «τυφλά», παρόλο που λύσεις και, μάλιστα, σχετικά εύκολες υπάρχουν, αν και η εφαρμογή τους «κολλάει» στην αδυναμία συνεννόησης των συναρμόδιων υπουργείων.
Κύκλοι του υπουργείου Υποδομών και Ανάπτυξης σημειώνουν ότι μετά την εξίσωση του πετρελαίου θέρμανσης με αυτό της κίνησης, πλέον το λαθρεμπόριο συναντάται κυρίως στο ναυτιλιακό καύσιμο, καθώς και στις εικονικές εξαγωγές, όμως το ύψος του δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Χρησιμοποιώντας διάφορα μοντέλα και συσχετίζοντας τους εισπραχθέντες φόρους από τα καύσιμα με τη συνολική κατανάλωση, προκύπτουν, όπως λένε, συνολικές απώλειες φόρων για το δημόσιο από 500 εκατ. ευρώ έως και 1,5 δισ. ευρώ.
Οι ίδιες πηγές προτείνουν για την αντιμετώπιση του προβλήματος την εγκατάσταση συστήματος ηλεκτρονικού φορολογικού μηχανισμού στα βενζινάδικα. Αυτό μπορεί να γίνει, σημειώνουν, εφαρμόζοντας τον Ν. 3743/2009, ο οποίος προβλέπει την εγκατάσταση συστήματος εισροών – εκροών, που θα συνδέεται, όμως, υποχρεωτικά με ηλεκτρονικό φορολογικό μηχανισμό. Μάλιστα, όπως λένε, η σχετική δευτερογενής νομοθεσία έχει εκδοθεί.
Ωστόσο, επειδή θα χρειαστεί πολύς χρόνος μέχρις ότου να εγκατασταθούν ηλεκτρονικοί μηχανισμοί στα βενζινάδικα, τα ίδια στελέχη εισηγούνται να μπουν ταμειακές μηχανές, που να συνδέονται με τις αντλίες και να εκδίδουν αποδείξεις αυτόματα.
Έμπειρα στελέχη του υπουργείου Περιβάλλοντος υπογραμμίζουν, παράλληλα, ότι το λαθρεμπόριο κατά παράδοση γίνεται στην φάση της διακίνησης των καυσίμων. Έτσι, προτείνουν την εφαρμογή συστήματος ιχνηλάτησης, το οποίο συνίσταται στη χρήση αντισωμάτων που δίνουν σε κάθε φορτίο μοναδική ταυτότητα και μπορούν εύκολα να αναγνωριστούν από ειδικές συσκευές.
«Έτσι, θα εντοπίζεται η νοθεία και οι διαδρομές των λαθρεμπόρων» λένε, σημειώνοντας ότι αντίστοιχα συστήματα πρέπει να εγκατασταθούν σε όλα τα διυλιστήρια. Ακόμη, προτείνουν τη χρήση GPS και τη σήμανση όλων των χερσαίων και πλωτών μέσων μεταφοράς καυσίμων, υποχρεώνοντας, μάλιστα, τις εταιρίες να παρακολουθούν την πορεία του φορτίου.
Παράλληλα, παρατηρούν ότι θα πρέπει να γίνει υποχρεωτική η ηλεκτρονική υποβολή και διασταύρωση όλων των παραστατικών σε όλα τα στάδια μεταφοράς του φορτίου, δηλαδή από τα διυλιστήρια, έως τις εταιρίες εμπορίου και τα βενζινάδικα, καθώς κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα δίδεται η δυνατότητα στο Δημόσιο να γνωρίζει πλήρως τι συμβαίνει στην αγορά.
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών υπογραμμίζουν ότι πέρα από αυτά τα μέτρα, για να αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή, θα πρέπει να γίνουν πιο αυστηρές οι ποινές και να μπαίνουν «λουκέτα» δια παντός σε όσους «πειράξουν» τους μηχανισμούς ελέγχου.
Οι ίδιες πηγές υπολογίζουν ότι η φοροδιαφυγή από το λαθρεμπόριο των καυσίμων ανέρχεται σε περίπου 30.000 ευρώ ανα βυτιοφόρο. «Πρόκειται για σίγουρο και μαύρο χρήμα, Αν το κράτος παρέμβει τόσο στα διυλιστήρια όσο και στα βενζινάδικα, θα μπορεί να έχει την πλήρη εικόνα της κατάστασης. Παράλληλα, αξιοποιώντας τον ψηφιακό ταχογράφο θα μπορεί να ελέγχει τα βυτιοφόρα», καταλήγουν.
Ωστόσο, όπως παρατηρούν παράγοντες με γνώση της υπόθεσης, όσο τα τρία συναρμόδια υπουργεία (Ανάπτυξης, Οικονομικών, Περιβάλλοντος) δεν συντονίζονται και το καθένα πορεύεται μόνο του τόσο το φαινόμενο της λαθρεμπορίας καυσίμων θα είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμο. «Χρειάζεται να οριστεί ένα ενιαίο, συντονιστικό κέντρο με απόλυτη εποπτεία και επίβλεψη. Ειδάλλως, θα επικρατεί αβεβαιότητα και κανείς δεν θα ξέρει τι πραγματικά γίνεται», συμπεραίνουν.