Το θετικό και εγκάρδιο κλίμα που συνάντησε στο πρόσφατο Eurogroup ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ουσιαστικά προαναγγέλλει την εκταμίευση της επόμενης δόσης των 31,5 δισ. ευρώ αλλά και την επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ωστόσο, δύσκολες αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη χρηματοδότηση, την επιμήκυνση και την βιωσιμότητα του χρέους, βρίσκονται μπροστά μας, ενώ όλα φαίνεται πως θα κριθούν στην επόμενη συνεδρίαση του Εurogroup, στις 12 Νοεμβρίου.
Ο πρωθυπουργός και η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν εμφανώς ικανοποιημένοι με τις εξελίξεις στη Σύνοδο -για αρκετούς λόγους.
Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι πως, για πρώτη φορά από το 2009 οπότε εκδηλώθηκε η κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα, επιβεβαιώθηκε στο πλέον υψηλό πολιτικό επίπεδο η σημαντική αλλαγή του κλίματος υπέρ της χώρας μας. Αυτό προκύπτει τόσο από την πολύ θετική αντιμετώπιση της οποίας έτυχε ο κ. Σαμαράς, όσο και από τις παρεμβάσεις στη συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών και κυρίως του Γάλλου προέδρου, Φρανσουά Ολάντ.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι ενώ δεν ήταν προγραμματισμένη συζήτηση για την Ελλάδα στη Σύνοδο, τελικά έγινε και μάλιστα δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος στον πρωθυπουργό να ενημερώσει τους εταίρους για τη σημερινή οριακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία.
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με το περιεχόμενο της δήλωσης, όπου οι Ευρωπαίοι ηγέτες εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την επαναδρομολόγηση του ελληνικού προγράμματος το οποίο είχε εκτροχιαστεί. Στην ουσία, αποδεχόμενοι ότι το ελληνικό πρόγραμμα μπαίνει σε τροχιά, προαναγγέλλουν και την αποδέσμευση της επόμενης δόσης, αφού αυτή ήταν η βασική προϋπόθεση.
Ο τέταρτος, που είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικός και δείχνει αυτή τη μεταστροφή, κυρίως από την πλευρά της κας Μέρκελ, είναι η συνάντηση της Γερμανίδας καγκελαρίου με τον πρωθυπουργό και μάλιστα για συμβολικούς λόγους στα γραφεία της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συμβούλιο της ΕΕ. Η συνάντηση δεν ήταν τυπική, διήρκεσε 45 λεπτά και έλαβαν μέρος τρία στελέχη της κυβέρνησης με καθοριστικό ρόλο στις εφαρμογή του προγράμματος, οι υπουργοί Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας και Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης και ο αναπληρωτής υπουργός Χρήστος Σταϊκούρας.
Ο κ. Σαμαράς ενημέρωσε την Άνγκελα Μέρκελ για την πορεία των διαρθρωτικών αλλαγών, το πακέτο των μέτρων και τις προαπαιτούμενες δράσεις, ενώ έγινε διεξοδική συζήτηση για την καλύτερη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων του ΕΣΠΑ και για τη χρηματοδότηση διαρθρωτικών προγραμμάτων. Η ελληνική πλευρά θεωρεί καθοριστικής σημασίας τη συμβολή γερμανικών επενδύσεων και παροχής τεχνογνωσίας στις προσπάθειες ανάκαμψης της οικονομίας, και η καγκελάριος υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις.
Ο πρωθυπουργός συναντήθηκε και με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος χαιρέτισε τις προσπάθειες που καταβάλλει η Κυβέρνηση, τονίζοντας χαρακτηριστικά στον κ. Σαμαρά: «Πάτε καλά, συνεχίστε με τον ίδιο ρυθμό». Αποδέχθηκε δε και σχετικό ελληνικό αίτημα να επισκεφθεί σύντομα τη χώρα μας, ενώ οι ημερομηνίες θα καθοριστούν μέσω της διπλωματικής οδού.
Τα ανοικτά θέματα
Οι παραπάνω θετικές εξελίξεις δεν σηματοδοτούν αυτομάτως και μια δραστική λύση στην κρίση δημόσιου χρέους και στην έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση. Ωστόσο, δημιουργούν μια δυναμική που μπορεί να βοηθήσει στην εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης, κάτι που θεωρείται αρκετά δύσκολο.
Ειδικότερα, στη διάρκεια της συζήτησης για την Ελλάδα δεν έγινε καμία νύξη στα ανοικτά ζητήματα, δηλαδή το πού θα βρεθούν τα πρόσθετα χρήματα που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της επιμήκυνσης της δημοσιονομικής προσαρμογής, ούτε για τη βιωσιμότητα του χρέους. Είναι, όμως, βέβαιο ότι τα δύο παραπάνω θέματα συζητήθηκαν στο περιθώριο της Συνόδου.
Οι διαφωνίες μεταξύ των εταίρων σχετικά με την ανεύρεση του ποσού που απαιτείται για την πρόσθετη χρηματοδότηση της επιμήκυνσης, την οποία ο κ. Στουρνάρας εκτιμά σε 12-13 δισ. ευρώ αλλά οι εταίροι σε πολύ περισσότερα, εξακολουθούν να παραμένουν, ενώ τα χρονικά περιθώρια αρχίζουν να γίνονται ασφυκτικά.
Το δεύτερο «αγκάθι» είναι η βιωσιμότητα του χρέους, με το ΔΝΤ να ζητάει νέο «κούρεμα» 40-50 δισ. ευρώ και τους Ευρωπαίους να επιχειρούν να μεταθέσουν την εξέταση του θέματος για αργότερα. Κι αυτό γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι διατεθειμένοι να «κουρέψουν» τα διμερή δάνεια που χορήγησαν στην Ελλάδα, ενώ η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες χωρών της Ευρωζώνης που κατέχουν ομόλογα αρνούνται να προχωρήσουν σε επιμήκυνσή τους.
Όλα αυτά τα ανοικτά θέματα θα συζητηθούν, επίσημα πλέον, όταν επιτευχθεί πλήρης συμφωνία της κυβέρνησης με την τρόικα και ετοιμαστεί η αξιολόγηση. Το βέβαιο είναι πλέον πως οι οριστικές αποφάσεις για την Ελλάδα πάνε για το Εurogroup της 12ης Νοεμβρίου με πολύ πιθανές ενδιάμεσες τηλεδιασκέψεις των ομάδων εργασίας και των υπουργών Οικονομικών.
Επίσπευση δράσεων για ανάπτυξη και απασχόληση
Την επίσπευση των διαδικασιών για την άμεση έναρξη υλοποίησης των αποφάσεων του περασμένου Ιουνίου για την ανάπτυξη και την απασχόληση αποφάσισε χθες η Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε., έπειτα από επιμονή πολλών χωρών να κινητοποιηθεί ο κοινοτικός μηχανισμός με στόχο την έξοδο της ευρωπαϊκής οικονομίας από την ύφεση.
Συνολικά θα κινητοποιηθεί το ποσό των 180 δισ. ευρώ σε δάνεια, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο θα παίξει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ΕΤΕπ , ενώ και κοινοτικοί πόροι ύψους 55 δισ. ευρώ θα στραφούν προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της ανεργίας μέσω της αύξησης της απασχόλησης.
Η στήριξη των ΜΜΕ, η κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής στις μεταφορές, την ενέργεια και τα ευρυζωνικά δίκτυα, καθώς επίσης και η χρηματοδότηση προγραμμάτων υπέρ της απασχόλησης, κυρίως στους νέους, θα είναι οι τομείς στους οποίους θα στραφούν οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.
Όπως επισημαίνεται στα συμπεράσματα της Συνόδου, είναι σημαντικό να καταβάλει η ΕΕ κάθε δυνατή προσπάθεια, χωρίς καθυστερήσεις, ώστε να υλοποιηθούν τα μέτρα που αποφασίστηκαν τους τελευταίους μήνες για να αναθερμανθούν η ανάπτυξη, οι επενδύσεις και η απασχόληση, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να καταστεί η Ευρώπη ανταγωνιστικότερη ως τόπος παραγωγής και επενδύσεων.
Ειδικότερα, σημειώνεται ήδη σημαντική πρόοδος στην εφαρμογή της χρηματοδοτικής δέσμης των 120 δισ. ευρώ που προβλέπεται στο Σύμφωνο.
Συγκεκριμένα, η ΕΤΕπ αναμένεται να εγκρίνει τις επόμενες εβδομάδες αύξηση κεφαλαίου ύψους 10 δισ. ευρώ με στόχο την ενίσχυση της κεφαλαιακής της βάσης, καθώς και την αύξηση της συνολικής της δανειοδοτικής ικανότητας κατά 60 δισ. ευρώ, μέσω μόχλευσης στις αγορές.
Διεξάγονται εργασίες ώστε να διασφαλισθεί ότι τα 55 δισ. ευρώ των διαρθρωτικών ταμείων θα κινητοποιηθούν σύντομα και αποτελεσματικά. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να επικουρεί τα κράτη-μέλη στο νέο προγραμματισμό των διαρθρωτικών ταμείων, ώστε να εστιασθούν περισσότερο στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Οπως τονίζεται, θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή προκειμένου να διασφαλισθεί δίκαιη πρόσβαση στη χρηματοδότηση για όλα τα κράτη-μέλη.
Παράλληλα, η πιλοτική φάση των ομολόγων χρηματοδότησης έργων έχει τεθεί σε εφαρμογή, με 100 εκατ. ευρώ να έχουν εγκριθεί ήδη και κινητοποίηση των υπόλοιπων 130 εκατ. ευρώ στις αρχές του επόμενου έτους, που θα πρέπει συνολικά να μοχλεύσουν επενδύσεις ύψους έως και 4,5 δισ. ευρώ κατά την πιλοτική φάση.
Ικανοποίηση ηγετών για την πρόοδο
Στη γραπτή δήλωση που εξέδωσαν, οι ηγέτες της Ευρωζώνης εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την πρόοδο της Ελλάδας και της τρόικας προς την επίτευξη συμφωνίας και προσβλέπουν στην ολοκλήρωση της εν εξελίξει επανεξέτασης. Στη συνέχεια, όπως τονίζουν, το Εurogroup θα αναλάβει την αξιολόγηση της έκθεσης της τρόικας και θα πάρει τις απαραίτητες αποφάσεις.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επικροτούν την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης για την εκπλήρωση των δεσμεύσεών της και επαινούν τις αξιοσημείωτες προσπάθειες του ελληνικού λαού. Αναγνωρίζοντας ότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στην επαναδρομολόγηση του προγράμματος προσαρμογής, στην ουσία προαναγγέλλουν και την αποδέσμευση της επόμενης δόσης.
Καταλήγοντας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναμένουν από την κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής και «ενθαρρύνουμε τις προσπάθειές της να διασφαλίσει την ταχεία εφαρμογή του προγράμματος». Θεωρούν ότι η ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και η αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, αποτελούν προϋποθέσεις για την ανάκαμψη και ανάπτυξη της Ελλάδας και θα εξασφαλίσουν το μέλλον της στη Ζώνη του Ευρώ.