Περισσότερα δάνεια, σε σύγκριση με την Παγκόσμια Τράπεζα, χορήγησε η Κίνα σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες στη διετία 2009 – 2010, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε και παρουσιάζει σε σημερινό δημοσίευμά της η εφημερίδα Financial Times.
Συγκεκριμένα, η Κίνα έδωσε στο διάστημα αυτό δάνεια ύψους 110 δισ. δολαρίων σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις άλλων αναπτυσσόμενων χωρών, έναντι 100,3 δισ. δολαρίων που διατέθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα, από τα μέσα του 2008 έως τα μέσα του 2010. Η εξέλιξη αυτή, αναφέρει το δημοσίευμα, αποτελεί ισχυρή ένδειξη για το οικονομικό βεληνεκές της Κίνας και την επιδίωξή της να διασφαλίσει πρώτες ύλες.
Τα δάνεια χορηγούνται από τις μεγάλες τράπεζες της χώρας – την China Development Bank και την China Export-Import Bank – και περιλαμβάνουν πιστώσεις με αντάλλαγμα την προμήθεια πετρελαίου από τη Ρωσία, τη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα, τη χρηματοδότηση έργων υποδομής στη Γκάνα και σιδηροδρόμων στην Αργεντινή, καθώς και δάνεια σε ινδική επιχείρηση για την αγορά εξοπλισμού για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Τα δάνεια έχουν καλύτερους όρους σε σχέση με εκείνα της Παγκόσμιας τράπεζας για τα προγράμματα, τα οποία υποστηρίζονται ισχυρά από την κινεζική Κυβέρνηση, ενώ για τα άλλα προγράμματα οι όροι είναι κοντά σε ότι ισχύει διεθνώς.
Ο όγκος των δανείων που χορηγεί η Κίνα, αναφέρει το δημοσίευμα, είναι ενδεικτικός του νέου πρότυπου της παγκοσμιοποίησης που διαμορφώνει, υπό την καθοδήγησή της, ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να μειωθεί η οικονομική εξάρτησή της, από τις εξαγωγές των δυτικών οικονομιών.
Η ένταση του δανεισμού από την Κίνα προς χώρες που παράγουν πετρέλαιο προκάλεσε, σύμφωνα με το δημοσίευμα, κάποια ανησυχία στις ΗΠΑ για την ενεργειακή ασφάλεια. Η εφημερίδα συγκέντρωσε τα στοιχεία για τα δάνεια της Κίνας, από τις ανακοινώσεις των τραπεζών που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση. Οι δύο κινεζικές τράπεζες αρνήθηκαν να σχολιάσουν το δημοσίευμα, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα είπε ότι συνεργάζεται στενά με την Κίνα και χαρακτήρισε σημαντική και αυξανόμενη τη συνεργασία τους.
Θεαματική άνοδος στις ξένες επενδύσεις στην Κίνα
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα αυξήθηκαν κατά 17,4% το 2010 φτάνοντας το ύψος ρεκόρ των 105,74 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ οι κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό έφτασαν επίσης σε ύψος ρεκόρ, σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα από το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου.Μόνο το Δεκέμβριο, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη δεύτερη παγκόσμια οικονομία αυξήθηκαν στα 14,03 δισεκατομμύρια δολάρια, καταγράφοντας αύξηση 15,6% σε ένα χρόνο, διευκρίνισε ο Γιάο Τζιάν, εκπρόσωπος του υπουργείου.
«Η βελτίωση του περιβάλλοντος για τους επενδυτές έχει γίνει μια νέα κινητήρια δύναμη για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα», δήλωσε ο Γιάο κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων.
Τα στοιχεία για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα περιλαμβάνουν τις επενδύσεις που έγιναν από ξένες εταιρείες στη βιομηχανία, τα ακίνητα, τις υπηρεσίες και τη γεωργία, όχι όμως και στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι μη χρηματοπιστωτικές κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό αυξήθηκαν από την πλευρά τους κατά 36,3% στα 59 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατευθύνθηκαν κατά προτεραιότητα στους τομείς της ενέργειας, των ορυχείων και της γεωργίας, καθώς η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας καθιστά ολοένα και πιο απαραίτητη την προσφυγή σε φυσικούς πόρους που βρίσκονται εκτός της χώρας.
“Το υποτιμημένο γουάν σκοτώνει το αμερικανικό όνειρο και ενισχύει την ανεργία”
Πίεση στο Κογκρέσο να σκληρύνει τη στάση του έναντι της Κίνας για την «χειραγώγηση» του νομίσματος της, ασκούν αμερικανοί γερουσιαστές απαντώντας στον πρόεδρο της Κίνας, Χου Τζιντάο, ο οποίος έχει πει ότι κατά την επίσκεψη του στις ΗΠΑ, η οποία αρχίζει σήμερα, δεν πρόκειται να αποδεχτεί τα αμερικανικά επιχειρήματα ότι το γιούαν είναι υποτιμημένο.
Η τελευταία αντιπαράθεση για το γιούαν υπογραμμίζει τις εντάσεις για το θέμα του εμπορίου ενόψει των συνομιλιών που θα έχει ο Χου και οι οποίες αναμένεται να εστιάσουν και σε ακανθώδη ζητήματα, από τις νέες ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία μέχρι το ζήτημα της Βόρειας Κορέας.
Η σύνοδος κορυφής ανάμεσα στον Χου και στον Ομπάμα θα γίνει αύριο Τετάρτη και οι αναλυτές χαρακτηρίζουν την επίσκεψη ως την πιο σημαντική επίσκεψη κινέζου ηγέτη τα τελευταία 30 χρόνια με δεδομένη την αυξανόμενη στρατιωτική και διπλωματική επιρροή της Κίνας και την ανάδειξη της ως δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας παγκοσμίως μετά από τις ΗΠΑ.
Μία ομάδα γερουσιαστών όμως υποστηρίζει ότι είναι ζωτικό για τις ΗΠΑ να περάσουν νομοθετικές ρυθμίσεις να τιμωρήσουν την Κίνα εάν δεν επιτρέψει στο νόμισμα της να ανατιμηθεί και δεν σταματήσει να διαχειρίζεται την ισοτιμία του, γεγονός που της προσδίδει ένα άδικο πλεονέκτημα στο παγκόσμιο εμπόριο.
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βήμα που μπορούμε να κάνουμε για να διατηρήσουμε το αμερικανικό όνειρο και να προωθήσουμε τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον βιομηχανικό τομέα, από το να αντιπαρατεθούμε με χειραγώγηση του εθνικού της νομίσματος από την Κίνα», δήλωσε ο δημοκρατικός γερουσιαστής, Τσαρλς Σούμερ.
«Το μήνυμα στον Χου είναι: «Βαρεθήκαμε με την αδιαλλαξία της κυβέρνησης σας στην χειραγώγηση του νομίσματος. Αν αρνηθείτε να παίξετε με τους ίδιους κανόνες, θα σας αναγκάσουμε να το κάνετε», είπε ο Σούμερ κατά την συνέντευξη τύπου για την παρουσίαση του νομοσχεδίου που προτείνει αυτός και δύο άλλοι γερουσιαστές για να παρακινηθεί η Κίνα να κάνει κινήσεις για το γιούαν.
Το κινεζικό νόμισμα ανέβηκε κατά 3,5% έναντι του δολαρίου από τον Ιούνιο που το Πεκίνο σταμάτησε τα προκαθορισμένα επίπεδα, αλλά αυτό είναι πολύ κατώτερο των προσδοκιών στις ΗΠΑ.
Πάντως, το ενδεχόμενο σημαντικής προόδου σε ένα νομοσχέδιο για το συνάλλαγμα, μπορεί να αποδειχτεί δύσκολο με δεδομένο ότι ο Λευκός Οίκος προτιμά να διαπραγματεύεται και οι ρεπουμπλικάνοι έχουν ψηφίσει εναντίον στο παρελθόν.
Για να γίνει νόμος, πρέπει να εγκριθεί από γερουσία και βουλή των αντιπροσώπων και να υπογραφεί από τον πρόεδρο.
Παλαιότερες προσπάθειες για ένα τέτοιο νόμο, απέτυχαν εξαιτίας των ανησυχιών ότι θα έδιναν το έναυσμα στην Κίνα για αντίποινα.
Τόσο οι επενδυτές, όσο και οι αγορές περιμένουν για ενδείξεις ότι ο Χου και ο Ομπάμα μπορούν να χαλαρώσουν τις εντάσεις, αν και πολλοί αναλυτές είναι επιφυλακτικοί και δεν περιμένουν πολλά πέραν των δηλώσεων φιλίας και επιχειρηματικών συμφωνιών αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.