«Σπάσιμο» στα δύο του τέλους για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), το οποίο πληρώνουν οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών του ηλεκτρικού, προτείνει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας η οποία έθεσε σήμερα σε δημόσια διαβούλευση την εφαρμογή του αυστριακού μοντέλου για τον υπολογισμό του τέλους.
Πρόκειται για το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) που αντικατέστησε το τέλος ΑΠΕ, με το οποίο συγχρηματοδοτείται ο λογαριασμός για την πληρωμή των παραγωγών «πράσινης» ενέργειας (φωτοβολταϊκά, αιολικά, μικρά υδροηλεκτρικά, κ.ά.).
Το τέλος είχε αυξηθεί τον περασμένο Αύγουστο, στο πλαίσιο της προσπάθειας να περιοριστεί ή και να εξαλειφθεί το έλλειμμα του λογαριασμού χρηματοδότησης των ΑΠΕ.
Σύμφωνα με την πρόταση της ΡΑΕ που τέθηκε σε διαβούλευση έως τις 20 Νοεμβρίου, το ΕΤΜΕΑΡ θα διαχωριστεί σε δύο τύπους χρεώσεων που διαφοροποιούνται ανά κατηγορία καταναλωτών: μίας σταθερής-πάγιας χρέωσης και μίας ενεργειακής χρέωσης, ανάλογα δηλαδή με το ύψος της κατανάλωσης.
Οι χρεώσεις αυτές, σύμφωνα με το αυστριακό πρότυπο, εισπράττονται από τις εταιρείες εκμετάλλευσης και διαχείρισης των δικτύων και μεταφέρονται σε ειδικό λογαριασμό, τον οποίο διαχειρίζεται αρμόδιος φορέας που δημιουργήθηκε για τον σκοπό αυτό από το Υπουργείο Οικονομικών, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΡΑΕ.
Όπως σημειώνει, το υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με την Αυστριακή Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, είναι υπεύθυνο για τον καθορισμό του ύψους, τόσο της πάγιας χρέωσης, όσο και της ενεργειακής χρέωσης.
Η πάγια χρέωση καθορίζεται ως ένα εφάπαξ ποσό ανά σημείο μέτρησης, το οποίο πρέπει να καταβάλλουν οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι συνδεδεμένοι σε αυτό. Η ενεργειακή χρέωση είναι συνάρτηση του αναγκαίου ύψους χρηματοδότησης των πληρωμών των παραγωγών ΑΠΕ, λαμβάνοντας υπόψη τα έσοδα από την πάγια χρέωση, επιβάλλεται, δε, σε όλους τους καταναλωτές, είναι ανάλογη των τελών χρήσης του δικτύου και έχει την ίδια τιμή για όλους τους τελικούς καταναλωτές που συνδέονται στο ίδιο επίπεδο τάσης, καταλήγει η ΡΑΕ.