«Ψαλιδισμένο» κατά 5,4 δισ. ευρώ ήταν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2012, εξαιτίας της μείωσης των αποδοχών και των κοινωνικών παροχών και της αύξησης των φορολογικών βαρών.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το διαθέσιμο εισόδημα του τομέα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά, μειώθηκε κατά 13,6% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο 2011 στα 34,1 δισ. ευρώ.
Η μείωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση κατά 15,1% των αποδοχών των εργαζομένων, στη μείωση κατά 9,5% των κοινωνικών παροχών που εισπράττουν τα νοικοκυριά και στην αύξηση κατά 37,3% των φόρων στο εισόδημα και την περιουσία που πληρώνουν τα νοικοκυριά.
Ως συνέπεια των απωλειών στο διαθέσιμο εισόδημα, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά, μειώθηκε κατά 7,3% σε 37,1 δισ. ευρώ, ενώ το ποσοστό αποταμίευσης ήταν -8,5% φέτος, έναντι -1,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2011. Επίσης, η καθαρή χορήγηση των δανείων από τις τράπεζες περιορίστηκε κατά 3,7 δισ. ευρώ, από 6,1 δισ. ευρώ σε 2,4 δισ. ευρώ.
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει, επίσης, πως οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου του τομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών μειώθηκαν κατά 20,6% σε 3 δισ. ευρώ. Το ποσοστό των επενδύσεων του τομέα που ορίζεται ως οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ήταν 17,5% σε σύγκριση με 20,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2011.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 400 εκατ. ευρώ σε 12,8 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές περιορίστηκαν κατά 1,9 δισ. ευρώ σε 15,4 δισ. ευρώ).
Οι καθαρές δανειακές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης ανέρχονταν σε 4,2 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο εφέτος, από 7,2 δισ. ευρώ πέρυσι, ενώ οι καθαρές δανειακές ανάγκες του συνόλου της οικονομίας απέναντι στην αλλοδαπή ήταν 2,4 δισ. ευρώ. Σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο 2011, που οι δανειακές ανάγκες ανέρχονταν σε 6,1 δισ. ευρώ, υπήρξε μείωση του καθαρού δανεισμού, λόγω της μείωσης του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και της αύξησης των καθαρών εισοδημάτων και των (τρεχουσών και κεφαλαιακών) μεταβιβάσεων που λαμβάνονται από την αλλοδαπή.