Υπό πίεση βρίσκονται οι ελληνικές εξαγωγές, λόγω της οικονομικής κρίσης που πλήττει τα κράτη – μέλη της ΕΕ, όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων.
Συγκεκριμένα, ο ΠΣΕ αναφέρει πως οι πιέσεις που δέχθηκαν οι εξαγωγές τον Σεπτέμβριο ήταν μεγαλύτερες των αρχικών εκτιμήσεων, επιβεβαιώνοντας τη μείωση της ζήτησης κυρίως από τις αγορές των κρατών-μελών της ΕΕ, λόγω επέκτασης της οικονομικής συρρίκνωσης αλλά και της αβεβαιότητας για τη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας.
Αρνητική εξέλιξη αποτελεί, σύμφωνα με τον ΠΣΕ, και το γεγονός ότι μείωση παρατηρείται και στις εξαγωγές προς τις Τρίτες Χώρες, που όμως σε επίπεδο εννεαμήνου του 2012 συντηρούν τους θετικούς ρυθμούς για το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών.
«Οι οικονομικές αντιξοότητες και η συρρίκνωση των οικονομιών της ΕΕ αποδεικνύουν ότι η κρίση δεν είναι αποκλειστικότητα της Ελλάδας. Το πρόβλημα είναι συνολικό και δεν μπορεί ολόκληρο το οικονομικό οικοδόμημα, η πραγματική οικονομία της Ευρώπης να είναι δέσμια σε λογικές δόσεων, αναβλητικότητα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και χρονικές μεταθέσεις στην επίλυση δημοσιονομικών προβλημάτων», δήλωσε η πρόεδρος του ΠΣΕ Χριστίνα Σακελλαρίδη.
Σύμφωνα με την ίδια, οι πρόσφατες αποφάσεις της Γαλλίας για επανενεργοποίηση εγγυήσεων ασφάλισης εξαγωγών προς την Ελλάδα, η άνοδος της χώρας μας κατά 22 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη της ανταγωνιστικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι σημαντικές επιχειρηματικές συμφωνίες για αξιοποίηση της Ελλάδας ως διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, αλλά και οι δεσμεύσεις της Κυβέρνησης για επιστροφές ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, με την εξομάλυνση των δόσεων από πλευράς δανειστών, συνθέτουν το περίγραμμα λύσεων που θα πρέπει άμεσα να εφαρμοστεί στην Ευρώπη και περικλείεται από το τρίπτυχο: αλληλεγγύη, συνέργιες και αμοιβαίως επωφελείς συμπράξεις για την αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά.
Νωρίτερα σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε πως η συνολική αξία των εξαγωγών, χωρίς τα πετρελαιοειδή, υποχώρησε τον Σεπτέμβριο στο ποσό των 1.320,6 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση, σε ευρώ, 7,0%, σε σχέση με πέρυσι. Οι αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν μείωση της τάξης του 6,6%. Η μείωση αυτή προκλήθηκε εξαιτίας της μείωσης των εξαγωγών κατά 6% προς τις χώρες της ΕΕ και κατά 8,8% προς τις Τρίτες Χώρες.