«Αναμφισβήτητη συμβολή στην προσπάθεια της Ελλάδος για έξοδο από τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση της ιστορίας της, αποτελεί η απόφαση του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 για την συνέχιση της χρηματοδοτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και για την ανάληψη πρωτοβουλιών για την σημαντική μείωση των πληρωμών τόκων και του ύψους του δημοσίου χρέους της χώρας μας», σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο της Alpha Bank.
«Η απόφαση αυτή επιτεύχθηκε ως αποτέλεσμα των εξαιρετικά επώδυνων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχει ήδη λάβει και εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση με αξιοσημείωτη επιτυχία (είναι πολύ πιθανή η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος στη ΓΚ ήδη από το 2012)» υποστηρίζει το δελτίο.
«Η προσαρμογή υλοποιείται χωρίς την αποσύνθεση της οικονομίας και της κοινωνίας της χώρας και την πραγματική πτώχευση του κύριου μέρους του πληθυσμού της, που θα ήταν το βέβαιο αποτέλεσμα μιας τυχόν εγκατάλειψης από την Ελλάδα του προγράμματος προσαρμογής και της συνεπαγόμενης εξόδου της από τη Ζώνη του Ευρώ. Με την συνδρομή της κοινοτικής αλληλεγγύης, η έξοδος από την κρίση ενισχύεται σημαντικά, χωρίς να υποστεί η χώρα μας την αιώνια ρετσινιά του «μπαταχτσή», ο οποίος επιζητεί και δέχεται ευχαρίστως τα δάνεια όταν του τα δίνουν και, μετά – όταν του τα ζητάνε πίσω- τα ανακηρύσσει (με δημοκρατικές διαδικασίες) απεχθές, επαχθές και παράνομο χρέος και τα διαγράφει “με πρωτοβουλία του οφειλέτη”» σύμφωνα με τους αναλυτές της Τράπεζας.
Σχετικά με τους επιτρόπους στις τράπεζες
Το εβδομαδιαίο δετίο της Alpha Bank αναφέρει σχετικά με τους επιτρόπους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ότι «οι τράπεζες λαμβάνουν πάντοτε υπόψη την μακροχρόνια σχέση με την χειμαζόμενη από την ύφεση πελατεία και επιλέγουν να διευκολύνουν τους δανειολήπτες, εκεί όπου υπάρχουν προοπτικές ανάκαμψης, με ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις χρέους έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα της πελατείας. Έτσι, οιαδήποτε παρεμβατική ανάμειξη στις πιστοδοτικές εργασίες των τραπεζών δημιουργεί συνθήκες διατάραξης της σχέσης με τον πελάτη, με επιζήμιο αποτέλεσμα και για τον πελάτη και την τράπεζα.
Αν και ο καθορισμός επιτρόπου είναι σύνηθες φαινόμενο που επιβάλλεται στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας για την μη νόθευση του ανταγωνισμού σε περιπτώσεις κρατικής στήριξης για την αναδιάρθρωση τραπεζικών ιδρυμάτων, το εύρος των καθηκόντων του επιτρόπου στην ελληνική περίπτωση είναι πρωτοφανές για χώρα-μέλος, όταν σε αντίστοιχες περιπτώσεις ισπανικών τραπεζών με τεράστια θέματα εταιρικής διακυβέρνησης στο παθητικό τους, το μόνο που απαιτείται είναι ο επίτροπος να έχει πρόσβαση στα οικονομικά στοιχεία και τα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς, λοιπόν, την αυστηρότητα των ρυθμίσεων αυτών, και ιδιαίτερα την αναγκαιότητα εφαρμογής τους σε ιδιωτικούς επιχειρηματικούς ομίλους.
Σημειώνεται, ειδικότερα, ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων και δεν ενέδωσε στον εύκολο προσπορισμό κέρδους στα χρόνια των τοξικών ομολόγων, όπως συνέβη σε άλλες τράπεζες του εξωτερικού, οι οποίες κρατικοποιήθηκαν ακριβώς ως αποτέλεσμα της άφρονος συμπεριφοράς τους».