Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε σήμερα ότι η ελληνική φορολογική νομοθεσία, με την οποία χορηγείται απαλλαγή μόνο στους κατοίκους της Ελλάδας από τον οφειλόμενο φόρο για την αγορά πρώτης κατοικίας, παραβιάζει τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, που δικαίωσε την προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελλάδας, οι διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα έναντι των προσώπων, που δεν κατοικούν στην Ελλάδα και περιορίζουν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης.
Όπως υποστηρίζει το Δικαστήριο, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, απαλλαγή από τον φόρο για την αγορά πρώτης κατοικίας αποκλειστικά και μόνο για τους αγοραστές που κατοικούν μονίμως στην Ελλάδα και, κατ’ εξαίρεση, για τους Έλληνες που δεν κατοικούν στη χώρα οι οποίοι έχουν εργασθεί στην αλλοδαπή για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι ετών.
Η Επιτροπή άσκησε προσφυγή κατά της Ελλάδας ενώπιον του Δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι, χορηγώντας απαλλαγή από τον φόρο, αφενός, αποκλειστικά και μόνο στα πρόσωπα που κατοικούν μονίμως στην Ελλάδα, αλλά όχι και στα πρόσωπα που δεν κατοικούν εκεί και έχουν την πρόθεση να εγκατασταθούν μελλοντικώς σε αυτό το κράτος μέλος, και, αφετέρου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αποκλειστικά και μόνο σε Έλληνες υπηκόους, κατά την αγορά πρώτης κατοικίας στην Ελλάδα, το εν λόγω κράτος μέλος εισάγει ρητή διάκριση εις βάρος των κατοίκων αλλοδαπής οι οποίοι δεν είναι Έλληνες υπήκοοι.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει αρχικά ότι, η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία οφείλουν, σε κάθε περίπτωση, να την ασκούν τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης. Οι κανόνες περί ίσης μεταχείρισης της Συνθήκης απαγορεύουν όχι μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διάκρισης, η οποία, κατ’ εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποίησης, όπως ο τόπος κατοικίας ή διαμονής, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα.
Υπό αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελληνική νομοθεσία, έχοντας αποτρεπτικό χαρακτήρα έναντι των προσώπων τα οποία δεν κατοικούν στην Ελλάδα και, με βάση το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, επιθυμούν να αγοράσουν πρώτη κατοικία σε αυτό το κράτος μέλος, παρεμβάλλει εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ελευθερία εγκατάστασης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε και επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η Ελλάδα, με τα οποία η απαίτηση της μόνιμης κατοικίας δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από σκοπούς κοινωνικής πολιτικής – αναγόμενους στη διευκόλυνση των προσώπων για αγορά πρώτης κατοικίας – και από τους σκοπούς αποτροπής κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων επί ακινήτων, περιστολής της φοροδιαφυγής και αποτροπής καταχρήσεων. Επί αυτού του θέματος, το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της Ελλάδας διαπιστώνοντας ότι η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει υποχρέωση του αγοραστή ενός ακινήτου να το χρησιμοποιήσει ως μόνιμη κατοικία ούτε του απαγορεύει να το εκμισθώσει.
Σύμφωνα ακόμη με το Δικαστήριο, ο σκοπός της περιστολής της φοροδιαφυγής – για την αποτροπή καταχρήσεων που συνίστανται στην επίκληση του ευεργετήματος για την αγορά περισσοτέρων ακινήτων – θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθείς μηχανισμούς, που θα παρείχαν τη δυνατότητα στις ελληνικές αρχές να διασφαλίσουν ότι ο αγοραστής ακινήτου πληροί όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις προκείμενου να επωφεληθεί της απαλλαγής από τον φόρο. Το κράτος θα μπορούσε, όπως σημειώνει το Δικαστήριο, να εξακριβώσει ότι δεν είναι ιδιοκτήτης άλλου ακινήτου στην Ελλάδα με την εγγραφή σε φορολογικό μητρώο ή σε κτηματολόγιο ή με την απαίτηση υποβολής φορολογικών δηλώσεων ή δηλώσεων κατοικίας ή ενόρκων βεβαιώσεων του αγοραστή ή ελέγχων των φορολογικών αρχών.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι η απαλλαγή από το φόρο η οποία χορηγείται αποκλειστικά και μόνο στους Έλληνες υπηκόους ή στα πρόσωπα ελληνικής καταγωγής, που έχουν εργασθεί στην αλλοδαπή για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι ετών, συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας και κατά συνέπεια ευθεία δυσμενή διάκριση.