Εκτιμά ότι η ανάθεση των ερευνών είναι αρμοδιότητά του
Ο φάκελος για τις αλλαγές στην εκμετάλλευση υδρογονανθράκων
Ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση των υδρογονανθράκων διεκδικεί το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου. Πληροφορίες αναφέρουν ότι το Ταμείο επιδιώκει να μπαίνουν στο ταμείο του τα έσοδα από την εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου, γεγονός που πυροδοτεί σειρά αντιδράσεων από τους φορείς που δραστηριοποιούνται ή ετοιμάζονται να δραστηριοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η καθυστέρηση της υπογραφής της τροποποιητικής σύμβασης για την παραχώρηση του Πρίνου που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της παραχωρησιούχου εταιρίας “Energean Oil & Gas” που έχει προειδοποιήσει με αναστολή των εργασιών στον Πρίνο. Στα γραφεία της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ υπάρχει ένας φάκελος με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου που προβλέπει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την αλλαγή στη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, ώστε να αναλάβει απευθείας το ταμείο τη διαχείριση των κοιτασμάτων. Η υλοποίηση του αποτελεί κυρίως πολιτική απόφαση που θα κληθεί να πάρει η τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας.
Το θέμα πήρε διαστάσεις μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης της γερμανικής τράπεζας Deutsche Bank, η οποία, με την προϋπόθεση ότι οι διαθέσιμες γεωλογικές μελέτες θα αποδειχθούν ακριβείς και αληθινές, αποτιμά τα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου νοτίως της Κρήτης στα 427 δισ. ευρώ και μιλά για καθαρό όφελος για το δημόσιο της τάξης των 214 δισ. ευρώ ή 107% του σημερινού ΑΕΠ.
Δίδοντας βαρύτητα σε αυτή την πρόβλεψη και σε όλες αυτές τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, το Ταμείο προσπαθεί με κάθε τρόπο να περάσει τη νομοθετική ρύθμιση ώστε να εισπράττει απευθείας κάθε έσοδο από την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στον Ελλαδικό χώρο. Το ΤΑΙΠΕΔ εκτιμά ότι οι παραχωρήσεις για έρευνες και παραγωγή υδρογονανθράκων στην πράξη αποτελούν έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις και άρα αυτό και ουδείς άλλος κρατικός φορέας πρέπει να έχει την ευθύνη επίβλεψης και διαχείρισής τους.
Συμβάσεις
Οι εταιρίες ακολουθούν την πρακτική των συμφωνών κατανομής της παραγωγής. Eίναι ένας κοινός τύπος σύμβασης που υπογράφεται μεταξύ της κυβέρνησης και εταιρίας (ή ομίλου εταιριών) εξόρυξης πόρων σχετικά με το πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι που προέρχονται από τη χώρα και τι θα λάβει το κάθε μέρος. Συμφωνίες επιμερισμού της παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στη Βολιβία στις αρχές του 1950, αν και η πρώτη εφαρμογή τους παρόμοια με τη σημερινή ήταν στην Ινδονησία το 1960.
Σήμερα χρησιμοποιούνται συχνά στην Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Στις συμφωνίες επιμερισμού της παραγωγής, η κυβέρνηση της χώρας αναθέτει την εκτέλεση της εξερεύνησης και παραγωγής σε μια εταιρία πετρελαίου. Η πετρελαϊκή εταιρία φέρει τον οικονομικό κίνδυνο της πρωτοβουλίας και ερευνά, αναπτύσσει και παράγει τελικά το πεδίο όπως απαιτείται. Όταν είναι επιτυχής, η εταιρία έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που βγαίνουν από το πετρέλαιο για την ανάκτηση του κεφαλαίου και των λειτουργικών δαπανών, που είναι γνωστοί ως “κόστος του πετρελαίου”.
Τα υπόλοιπα χρήματα είναι χωρισμένα μεταξύ της κυβέρνησης και της εταιρίας, συνήθως σε ποσοστό περίπου 80% για την κυβέρνηση και 20% για την εταιρία. Σε ορισμένες συμφωνίες επιμερισμού της παραγωγής, η εξέλιξη των διεθνών τιμών του πετρελαίου ή ο ρυθμός παραγωγής μπορούν να επηρεάσουν την μετοχή της εταιρίας παραγωγής. Oι συμφωνίες επιμερισμού της παραγωγής μπορούν να είναι επωφελείς για τις κυβερνήσεις των χωρών που δεν έχουν την τεχνογνωσία ή και τα κεφάλαια για την ανάπτυξη των πόρων τους και επιθυμούν να προσελκύσουν ξένες εταιρίες να το πράξουν. Μπορούν, επίσης, να είναι πολύ κερδοφόρες συμφωνίες για τις ενδιαφερόμενες εταιρίες πετρελαίου, αλλά συχνά συνεπάγονται σημαντικό κίνδυνο.
H EnergEan
Πολλοί πάντως συνδέουν την «σφήνα»του ΤΑΙΠΕΔ με την οριστική επίλυση του ζητήματος της εναρμόνισης της σύμβασης μεταξύ της Energean Οil και του Ελληνικού Δημοσίου (Ν. 2779/1999), με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία περί Υδρογονανθράκων όπως αυτή ψηφίστηκε και βρίσκεται σε ισχύ με τους Ν. 2289/1995 και 4001/2011. H εταιρία μάλιστα έχει αφήσει αιχμές, αφού, όπως υποστηρίζει, «η πορεία της ολοκλήρωσης υπογραφής της τροποποιητικής σύμβασης αγνοείται και ο επενδυτής και οι εργαζόμενοι γίνονται αντικείμενο εμπαιγμού. Ουδείς αντιλαμβάνεται τον λόγο και τις αιτίες αυτής της καθυστέρησης.
Έχοντας πλέον απολέσει άλλους 12 πολύτιμους μήνες με συζητήσεις, δεσμεύσεις και ανακοινώσεις άνευ περιεχομένου και αποτελέσματος, είναι πλέον σαφές ότι η αγορά υδρογονανθράκων πριν καλά καλά ξεκινήσει, σύντομα θα «πανηγυρίζει» το άδοξο τέλος του πιο επιτυχημένου μέχρι σήμερα παραδείγματός της, καθώς επίσης και την νομική αντιπαράθεση μεταξύ της μοναδικής εταιρίας που παράγει πετρέλαιο σήμερα στη χώρα και αυτών που νομίζουν ότι οι επενδύσεις γίνονται στα τηλεοπτικά παράθυρα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ανακαλύπτονται με μελέτες και ανακοινώσεις και ότι ο εμπαιγμός των επενδυτών είναι χωρίς συνέπειες».
Ελληνικό ινστιτούτο υδρογονανθράκων
Πρέπει να προηγηθούν οι έρευνες
Το Eλληνικό Ινστιτούτο Υδρογονανθράκων πάντως κρούει τον κώδωνα για αυτή την ασύστολη φιλολογία με τα πετρέλαια και σημειώνει ότι «καμία ποσοτική ή ποιοτική εκτίμηση δεν μπορεί να γίνει αν δεν προηγηθούν έρευνες (γεωλογική, σεισμική κ.ά.), γεωτρήσεις, δοκιμές, ανακήρυξη κοιτάσματος, τεχνο-οικονομική ανάλυση των δεδομένων για την εμπορευσιμότητα του προϊόντος». Αυτά σε περιοχές νότια της Κρήτης και στο Ιόνιο (πλην -εν μέρει- του Κατακόλου) δεν έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Με τα σημερινά δεδομένα (τη διαδικασία για την έρευνα υδρογονανθράκων που έχει ξεκινήσει), καμία γεώτρηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν το 2016-2017 και εάν ανακαλυφθεί αμέσως το κοίτασμα (στατιστικά το ποσοστό επιτυχίας είναι μόνον 7%…), τότε χρειαζόμαστε 2-3 χρόνια ακόμη για περιχαράκωση και προσδιορισμό των χαρακτηριστικών του κοιτάσματος και άλλα 4-7 χρόνια για την ανάπτυξή του, οπότε θα αρχίσει και η εισροή πόρων, το 2024-2026. Σημειώνεται ότι μια γεώτρηση στη θάλασσα μπορεί να στοιχίσει 40-70 εκατ. δολάρια.
Για να μπουν σε εφαρμογή οι δραστηριότητες αυτές χρειάζεται η ανακήρυξη της ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), αλλά και συμφωνίες οριοθέτησης της με τα όμορα κράτη.