Με θετικά λόγια αναφέρθηκε στη χώρα μας η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, σε συνέντευξή της στην «Muenchner Merkur».
«Μεγάλα βήματα προς τα εμπρός» έχουν κάνει ήδη η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, «έστω και σε διαφορετικό βαθμό» σημειώνει η κ. Μέρκελ και παραδέχεται ότι η Γερμανία, «ως εξαγωγική χώρα, έχει αποκομίσει τα περισσότερα οφέλη από το κοινό νόμισμα και ενεργεί για την προάσπιση των συμφερόντων της».
H κ. Μέρκελ τονίζει ότι, «ακόμη και για ψυχολογικούς λόγους» είναι σημαντικό να μην αναλάβει η Γερμανία τα χρέη των χωρών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, καθώς «σε αυτή την περίπτωση θα έχαναν το κίνητρο να ακολουθήσουν την οδό των περικοπών».
Επισημαίνει δε ότι «παρά το γεγονός ότι η κρίση δεν έχει παρέλθει, είναι ικανοποιητικό το γεγονός ότι έχει αποτραπεί ο κίνδυνος συνολικής κατάρρευσης του ευρώ» και προσθέτει ότι το ευρώ είναι κάτι παραπάνω από ένα νόμισμα, είναι ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο ενσωματώνει την πορεία σύγκλισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ερωτώμενη για την περίπτωση της Κύπρου, η Γερμανίδα καγκελάριος ξεκαθαρίζει ότι ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, όπως για κάθε μέλος της Ευρωζώνης.
«Αν φθάσουμε στη χορήγηση βοήθειας προς την Κύπρο, τότε αυτή θα δοθεί μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις υλοποίησης μεταρρυθμίσεων. Τέτοια απόφαση δεν έχει ακόμη ληφθεί» δηλώνει, ενώ διευκρινίζει ότι θα πρέπει προηγουμένως οι ειδικοί να εξετάσουν τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα και μετά, σε γραπτή συμφωνία, να καθίσταται σαφές τι θα πρέπει να αλλάξει.
«Αν μετά από όλα αυτά ληφθεί η απόφαση παροχής βοήθειας, η Κύπρος θα πρέπει να πραγματοποιήσει μεγάλες αλλαγές» δηλώνει η κ. Μέρκελ, η οποία, σε ερώτηση σχετικά με πληροφορίες που φέρεται να διαθέτει η Γερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) για «ξέπλυμα» ρωσικού «μαύρου» χρήματος στην Κύπρο, περιορίζεται να απαντήσει ότι η τρόικα θα αξιοποιήσει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για να εισηγηθεί τι πρέπει να αλλάξει στην Κύπρο.
Εξάλλου, σε συνέντευξη που παραχώρησε η καγκελάριος σήμερα στη δημόσια ραδιοφωνία της βόρειας Γερμανίας NDR Info, επισημαίνει ακόμη ότι «πρέπει κάθε χώρα πρώτα να κάνει το καθήκον της και μετά να αναμένει αλληλεγγύη».