Στην κόντρα μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού, η ΕΚΤ κατά τα φαινόμενα συμπαρατάσσεται με την γαλλική πλευρά
Τα σύννεφα του συναλλαγματικού πολέμου σκιάζουν ήδη τον ουρανό της Ευρώπης, με το ισχυρό ευρώ να παρασύρει σε σύρραξη και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) που διαθέτει ως μοναδικό όπλο τη φραστική παρέμβαση -γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι το τρέχον νομισματικό καθεστώς -που εστιάζει αποκλειστικά στον πληθωρισμό- έχει αποτύχει, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη μιας συναλλαγματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη.
Η «εμπλοκή» της ΕΚΤ στο συναλλαγματικό πόλεμο και η παρέμβασή της για τη συγκράτηση του ευρώ αποτελούν έμμεση ένδειξη ότι συμπαρατάσσεται με τη Γαλλία στην κόντρα Βερολίνου – Παρισιού για το ισχυρό ευρώ. Ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ, υπογράμμισε χθες ότι «οι δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ αποδείχθηκαν αποτελεσματικές, καθώς τις τελευταίες ημέρες το ευρώ έχει αποδυναμωθεί».
«Η ΕΚΤ κατάφερε, με αυτές τις εξαγγελίες, την επιστροφή του ευρώ σε επίπεδα συμβατά με την πραγματική οικονομία», πρόσθεσε ο κ. Ολάντ, μετά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής. Ο Γάλλος πρόεδρος είχε απευθύνει έκκληση προς τις υπόλοιπες χώρες-μέλη να καταλήξουν σε ένα «ρεαλιστικό», μεσοπρόθεσμο στόχο για την ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος, προειδοποιώντας ότι η Ευρωζώνη χρειάζεται μια συναλλαγματική πολιτική.
Οι εκκλήσεις όμως της Γαλλίας «σκοντάφτουν» στην άκαμπτη στάση της Γερμανίας, που τάσσεται κατά των παρεμβάσεων στις αγορές συναλλάγματος. Ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης, Γκέοργκ Στράιτερ, επανέλαβε χθες ότι το Βερολίνο δεν θεωρεί πως το ευρώ είναι υπερτιμημένο, ενώ εκλαμβάνει την πρόσφατη ανατίμησή του ως αποζημίωση για την υποτίμησή του κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. «Η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί ότι το ευρώ δεν είναι υπερτιμημένο, βάσει ιστορικών συγκρίσεων. Η ενίσχυση της αξίας του… αποδεικνύει ότι επιστρέφει η εμπιστοσύνη των αγορών προς το ενιαίο νόμισμα», δήλωσε ο κ. Στράιτερ.
Προς το παρόν, το μοναδικό «όπλο» της ΕΚΤ στο συναλλαγματικό πόλεμο είναι οι φραστικές παρεμβάσεις: Οι προχθεσινές δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι ότι η ΕΚΤ θα παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο ενός ισχυρού ενιαίου νομίσματος στον πληθωρισμό και την οικονομία της Ευρωζώνης κατάφεραν να οδηγήσουν το ευρώ κάτω από το 1,34 έναντι του δολαρίου, με το ενιαίο νόμισμα να απομακρύνεται από τα υψηλά 14 μηνών (πάνω από το 1,37) που είχε αγγίξει την 1η Φεβρουαρίου.
Το βασικό επιχείρημα του Παρισιού, σύμφωνα με την εφημερίδα Ναυτεμπορική, είναι ότι το ισχυρό ευρώ αποδεικνύεται επιζήμιο για την ανταγωνιστικότητα των γαλλικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, και για τις δοκιμαζόμενες οικονομίες της Ευρωζώνης -όπως η Ισπανία και η Ελλάδα- η ενίσχυση του ενιαίου νομίσματος απειλεί να αναιρέσει τις προσπάθειες να καταστήσουν πιο ανταγωνιστικές τις οικονομίες του, επισημαίνεται σε σχετική ανάλυση της «WSJ». «Ολες οι πιθανές προσπάθειες που καταβάλλουν με επώδυνο τρόπο αυτές οι χώρες για εσωτερική υποτίμηση -όπως η μείωση των μισθών- ενδεχομένως να ακυρωθούν από την ενίσχυση του ευρώ», είχε επισημάνει σε συνέντευξή του στο Νταβός ο οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί.
Οι περισσότερες προβλέψεις, όπως των αναλυτών της Morgan Stanley και της Societe Generale κάνουν λόγο για περαιτέρω άνοδο του ευρώ σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά αποδυνάμωσή του προς τα τέλη του έτους. Χωρίς την ΕΚΤ, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι είναι περιορισμένες οι δυνατότητες των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης να πιέσουν προς τα κάτω το ενιαίο νόμισμα, παρά τους ευσεβείς πόθους του κ. Ολάντ. Εξάλλου και ο ίδιος φρόντισε να καταστήσει σαφές ότι σέβεται την ανεξαρτησία της ΕΚΤ.
«Θα συνεχίσουμε να έχουμε συναλλαγματικά προβλήματα, εκτός κι αν ανακάμψει ταχύτερα η παγκόσμια οικονομία», δήλωσε σε συνέντευξή του στο Reuters ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας, Γκίντο Μαντέγκα, υποστηρίζοντας ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να εστιάσουν στην τόνωση των οικονομιών τους με επενδύσεις και όχι σε αποδυνάμωση του ευρώ, για προστασία των θέσεων εργασίας.
Ανταγωνιστικές υποτιμήσεις
Από την άλλη πλευρά, οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο στις αγορές συναλλάγματος -μερικές φορές υποκύπτοντας σε πολιτικές πιέσεις, όπως στην περίπτωση της Ιαπωνίας- εγείρουν φόβους για μια σειρά ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, μερικές φορές με ανεξέλεγκτες συνέπειες. Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών της Ιαπωνίας, Τάρο Ασο, παραδέχθηκε χθες ότι το γιεν αποδυναμώθηκε σε επίπεδα κατώτερα των προθέσεων της κυβέρνησης.