ην εκτίμηση ότι είναι πολύ πρώιμο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την πορεία των εσόδων, καθώς βρισκόμαστε μόλις στον πρώτο μήνα, εξέφρασε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή της ΔΗΜΑΡ, Δημήτρη Αναγνωστάκη, σχετικά με την απόκλιση των δημοσίων εσόδων, αλλά και τον κίνδυνο λήψης νέων μέτρων.
«Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό ότι η σύγκριση πλέον για την δυνητική λήψη μέτρων, είναι με βάση τους στόχους και όχι την περσινή χρονιά», συμπλήρωσε ο κ. Σταικούρας, τονίζοντας πως, φέτος, προβλέπεται ότι τα τακτικά έσοδα θα είναι περίπου 3 δισεκατομμύρια λιγότερα από πέρσι, εξαιτίας του εμπροσθοβαρούς των μέτρων, βάσει του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, που έχουν ληφθεί.
«Εκτιμούμε ότι οι φόροι εισοδήματος θα είναι κατά 15,6% μειωμένοι σε σχέση με πέρσι, ενώ θα υπάρξει μείωση του φόρου συναλλαγών κατά 8,8% και κατά 9% στο ΦΠΑ», σημείωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και πρόσθεσε:
«Με αυτά τα δεδομένα και με την απόκλιση που είχαμε τον πρώτο μήνα, της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ είναι πάρα πολύ δύσκολο να πει κάποιος από τον πρώτο μήνα πως θα εξελιχθεί η κατάσταση».
«Η αποτελεσματικότητα των μέτρων», συνέχισε, «θα πρέπει διαρκώς να αξιολογείται και να λαμβάνεται υπόψη από την ελληνική κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, στο σκέλος των εσόδων απαιτείται προσοχή λόγω και της περιορισμένης φορολογικής ικανότητας πλέον της ελληνικής κοινωνίας και παράλληλα εντατικοποίηση της προσπάθειας τόσο στις πολιτικές, όσο και στους φοροεισπρακτικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς».
Αναφερόμενος στην εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών στο σκέλος των εσόδων και στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, ο κ. Σταϊκούρας υπογράμμισε ότι τα προσωρινά στοιχεία δείχνουν ότι:
– Από την εκτέλεση του προϋπολογισμού τον Ιανουάριο του 2013 το πρωτογενές ισοζύγιο ήταν θετικό και διαμορφώθηκε περίπου στα 400 εκατ. ευρώ, έναντι πρωτογενούς ελλείμματος 33 εκατ. ευρώ.
– Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 4,418 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση κατά 9,4% έναντι του περσινού Ιανουαρίου. Διευκρίνισε στο σημείο αυτό ότι η στέρηση ήταν μόλις 19 εκατ. ευρώ έναντι του μηνιαίου στόχου.
– Το ύψος των καθαρών εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού χωρίς τα έσοδα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ανήλθε σε 4,374 δισ. ευρώ, δηλαδή αύξηση κατά 17 εκατ. ευρώ.
Αναφερόμενος, ειδικότερα, ο κ. Σταϊκούρας στις αποκλίσεις στο σκέλος των εσόδων, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι τον πρώτο μήνα υπήρξε υστέρηση εσόδων στο ΦΠΑ όλων των κατηγοριών κατά 161 εκατ. ευρώ, στους λοιπούς έμμεσους φόρους, όπως για παράδειγμα στον καπνό τα έσοδα ήταν 153 εκατ. ευρώ έναντι 484 εκατ. ευρώ πέρσι τον Ιανουάριο, καθώς και από τα τέλη κυκλοφορίας που ήταν μειωμένα κατά 134 εκατ. ευρώ.
Από την πλευρά του ο κ. Αναγνωστάκης, ζήτησε να ξεκαθαρίσει η κυβέρνηση με ποιόν τρόπο, αν υπάρχει συνέχεια αυτής της αρνητικής εξέλιξης στο επόμενο τρίμηνο, θα παρέμβει ώστε να αποκλείσει τον πιθανό κίνδυνο για νέα μέτρα.
«Θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την αναγνώριση του λάθους από τους πιστωτές μας και άρα να κάνουμε τροποποιήσεις, αλλά και συμπληρώσεις στο πρόγραμμα, καθώς υπάρχουν μέτρα τα οποία δεν απέδωσαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα ή το κόστος ήταν πολύ μεγάλο στην ελληνική κοινωνία και την οικονομία από ό,τι συνεισέφεραν. Στόχος να υπάρχει μία πολύ προσεκτική διαχείριση του όλου ζητήματος έτσι ώστε να αποτρέψουμε τα πιθανά νέα μέτρα», συμπλήρωσε ο βουλευτής της ΔΗΜΑΡ.
Ανταπαντώντας ο κ. Σταϊκούρας, αφού τόνισε ότι το ζήτημα των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών αναγνωρίζεται και από τους εταίρους και τους δανειστές μας, σημείωσε ότι το πρόγραμμα έχει αναπροσαρμοστεί δύο φορές, το Μάρτιο και τον Δεκέμβριο του 2012 και ελήφθη υπόψη η βαθύτερη ύφεση.
«Διαπραγματευόμαστε με ρεαλισμό, υπεύθυνα, σοβαρά, με πράξεις και όχι λεκτικούς ακροβατισμούς και λεονταρισμούς… Τα οικονομικά προγράμματα δεν πρέπει να είναι άκαμπτα, ειδικά όταν η χώρα υλοποιεί τις δεσμεύσεις της. Οφείλουν να ενσωματώσουν τις παραμέτρους του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος», επεσήμανε και κατέληξε λέγοντας:
«Τα αποτελέσματα του 2012 μας επιτρέπουν μια συγκεκριμένη αισιοδοξία. Αφού πιάσουμε τους στόχους, θα αποκτήσουμε βαθμούς ελευθερίας για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε πολιτικές και μέτρα που αποδείχθηκαν κοινωνικά άδικα και οικονομικά αναποτελεσματικά».